Ανήμερα των εθνικών εκλογών, σε μια γωνιά του συναυλιακού και συνεδριακού μεγάρου «De Doelen» στο Ρότερνταμ και λίγο πριν από την παγκόσμια πρεμιέρα του «Για Πάντα», η Μαργαρίτα Μαντά εξηγεί στους παρευρισκομένους του lounge πώς γύρισε την ταινία συμβουλευόμενη το δελτίο καιρού στην Αθήνα. Αποζητούσε τις –μετρημένες στα δάχτυλα– συννεφιασμένες μέρες στην Αθήνα για να διαλύσει την καρτποσταλική της εικόνα, όπως ακριβώς δηλαδή έκανε ο δάσκαλός της, θα συμπληρώναμε: ο «Τέο Αγκελοπόιλος», σημείωσε η απροετοίμαστη οικοδέσποινα του απομεσήμερου. «Και σαν να μην έφτανε αυτό, η μόνιμη συνεργάτις μου στο μοντάζ (σ.σ. Η Αγγέλα Δεσποτίδου) είναι πλέον οικονομική μετανάστρια στο Λονδίνο... Στην ταινία υποβόσκει η μουντάδα της χώρας μου», αποδίδουμε σε ελεύθερη μετάφραση.
Κι ενώ κάπως έτσι ανακυκλώνεται μεταξύ τυρού κι αχλαδίου η κουβέντα για το αυτοείδωλο του νεοέλληνα σε κρίση (Είμαστε ό,τι λέμε στους «ξένους»; Είμαστε όπως μας βλέπουν; Γινόμαστε ό,τι μας λένε; Ποιοι είναι αυτοί που θα μας πουν ποιοι είμαστε;), ο κόσμος εξακολουθεί να γυρίζει. Oπως στο εντυπωσιακό ντοκιμαντέρ «Transatlantic» του Καναδού Φελίξ Ντουφούρ-Λαπεριέρ, που μοιραζόταν το πάνελ με την Ελληνίδα σκηνοθέτιδα, πάντα υπάρχουν άνθρωποι που πελαγοδρομούν στις μεγάλες θάλασσες –στην περίπτωσή μας, οι ναυτικοί που διασχίζουν τον Ατλαντικό– και πάντα θα υπάρχουν αυτοί που θα τους αφιερώνουν την υψηλή τέχνη τους.
Στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα, έχει ήδη ξεκινήσει να διαμορφώνεται ένα κάποιο βλέμμα της φετινής διοργάνωσης που, σημειωτέον, ξεχειλίζει από ντοκιμαντέρ. Το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ «Above and Below» του Ελβετού Νικολά Στάινερ πλέκει τρεις ιστορίες σύγχρονων αναχωρητών, επιμένοντας στη σημασία του να είναι κανείς «κινηματογραφικός» όταν μιλά για την «πραγματικότητα». Κάπως έτσι, μπαίνουμε στο τούνελ για να γνωρίσουμε τον Ρίκι και την Σίντι, ένα ζευγάρι αστέγων που ζει κάτω από τους αστραφτερούς δρόμους του Λας Βέγκας, σε μια σήραγγα που έχει διαμορφώσει σαν το σπίτι τους, και παλεύει όχι μόνο για την επιβίωση, αλλά και για να κρατήσει τον έρωτά τους ζωντανό. Η Σίντι βάφει κάθε νύχι της με άλλο βερνίκι για να δηλώσει τα συναισθήματα της σε διάφορους τομείς («ο παράμεσος ροζ γιατί δείχνει σε τι φάση είναι η σχέση, ο μέσος σε σκούρο χρώμα γιατί όταν σηκώνω το τρίτο δάχτυλο θέλω να τον θυμούνται, ο δείκτης σε πράσινο χρώμα γιατί τζογάρουμε») και διαβάζει συνεντεύξεις από παλιά Playboy, όσο ο Ρικ βγαίνει για κυνήγι, σ’ ένα flip side του «Dark Days» χωρίς τη μουσική του DJ Shadow (αλλά με δυνατή post rock). Εν τω μεταξύ, ένας ροκ εξηντάρης ζει ολομόναχος στην έρημο της Καλιφόρνιας, γράφοντας μηνύματα με μπουκάλια για να διαβαστούν από ψηλά («χρειάζομαι 7000 δολάρια»). Α, και μια πρώην βετεράνος του Ιράκ εκπαιδεύεται περπατώντας με σκάφανδρο στην έρημο της Γιούτα, που προσομοιάζει –και λόγω κόκκινου χρώματος– στον πλανήτη Άρη, για να κατοικήσει άλλους πλανήτες (τελικά η πάλη με τα σκάφανδρα του «Interstellar» συγγενεύει και με άλλες εικόνες του 2014).
Η ταινία με τον διαστημικό τίτλο «Another Trip to the Moon» κάθε άλλο παρά επιστημονικής φαντασίας είναι, καθώς πρόκειται για μια λυρική απόδοση διάφορων θρύλων της Ινδονησίας με αλληγορική διάθεση, ξεσπάσματα μαγικού ρεαλισμού, χωρίς λόγια. Το αποτέλεσμα είναι ενδιαφέρον λόγω εξωτισμού (αν και ο Ταϊλανδός Πεν-Εκ Ραταναρουάνγκ έκανε το ίδιο και καλύτερα στο «Nymph» του 2009), αλλά τα παραμύθια δεν είναι στην πραγματικότητα οικουμενικά – τις περισσότερες φορές, απλώς δεν πιάνουμε την αναφορά.
Ο εξωτισμός (ειδικά αν πρόκειται για τις πρώην αποικίες τους) είναι και το θέμα του «Sand Dollars» των Λάουρα Αμέλια Γκουζμάν και του συζύγου της Ισραέλ Καρντένας, από το τμήμα Signals: What the F?!, που υποτίθεται πως πραγματεύεται ζητήματα σύγχρονου φεμινισμού. Μια νεαρή γυναίκα από τη Δομηνικανή Δημοκρατία προσπαθεί να φύγει από τη χώρα, πλησιάζοντας όχι μόνο άνδρες, αλλά και μια ηλικιωμένη Γαλλίδα που ζει τη δεύτερη νιότη της γνωρίζοντας τον έρωτα για ένα πλάσμα που θα μπορούσε να είναι εγγονή της. Το τοπίο είναι ο ομφαλός της γης, οι σκηνές χορού και μουσικής ξεφεύγουν από το «καρτποσταλικό» που λέγαμε παραπάνω, αλλά όλη η ταινία είναι οι δύο πρωταγωνίστριες, η νεαρή ντόπια που μοιάζει να ξεπήδησε από πίνακα του Γκωγκέν, αλλά κυρίως η Τζέραλντιν Τσάπλιν και τα θλιμμένα, κλοουνίστικα μάτια της, το γερασμένο δέρμα της, που αφηγείται ιστορίες από μόνο του.
Κι ενώ το πρόγραμμα φαίνεται να υπογραμμίζει τον «πολιτικό» του χαρακτήρα, κι ενώ οι πολιτικολογίες και παραπολιτικολογίες γίνονται βούτυρο στο ψωμί μας, αγαπημένοι Απωανατολίτες σκηνοθέτες μάς απογοητεύουν. Ο μεν Σίνια Τσουκαμότο παράτησε το body horror για να κάνει μια ανεκδιήγητη μεταφορά μιας αντιπολεμικής νουβέλας στο «Fires on the Plain», ο δε Κιμ Κι Ντουκ παραχώρησε το «Made in China», ένα ανόητο σενάριο γεμάτο ανακρίβειες, ευκολίες και σοβαροφάνεια, γραμμένο προ πενταετίας, στον συμπατριώτη (και πρώην βοηθό σκηνοθέτη του) Κιμ Ντονγκ-Χου, για έναν Κινέζο μετανάστη που φτάνει στην Κορέα για να αποδείξει πως τα χέλια που εκτρέφει δεν είναι μολυσμένα (και κάπου εκεί η ταινία εναλλάσσεται γλυκά ανάμεσα στο ρομαντικό δράμα και στην ταινία οικολογικής καταστροφής, στην τραγωδία, την παρωδία και την κωμωδία. Oπως δηλαδή και η σύγχρονη πραγματικότητα εκεί έξω. Για να δούμε τι μας επιφυλάσσει το άμεσο και απώτερο μέλλον...
To 44o Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Ρότερνταμ διεξάγεται από τις 21 Ιανουαρίου έως και την 1η Φεβρουαρίου 2015.
Διαβάστε ακόμη:
- Ρότερνταμ 2015: Το ολλανδικό μοντέλο κάνει πρεμιέρα!
- Ρότερνταμ 2015: Τίμα τον πατέρα σου...
- «Requiem to a Shipwreck»: Μια ελληνική ταινία μικρού μήκους στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ
- Οι «Εντυπώσεις ενός Πνιγμένου» του Κύρου Παπαβασιλείου στο Διαγωνιστικό Τμήμα του 44ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Ρότερνταμ
- Το «Για Πάντα» της Μαργαρίτας Μαντά στο φεστιβάλ του Ρότερνταμ
- Με την «Εκρηξη» στις αίθουσες, ο Σύλλας Τζουμέρκας προχωράει ολοταχώς στην τρίτή του ταινία
Tags: Ρότερνταμ 2015