Ο Τζίμι Π υπήρξε στην πραγματικότητα. Ηταν ένας Ινδιάνος από την περιοχή της Μοντάνα, ο οποίος μετά τη θητεία του στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκίνησε να έχει έντονες ημικρανίες που κατέληγαν σε παραισθήσεις, διαταραχή ύπνου, αφόρητο πόνο, αστάθεια, παράλυση, ακραίες νευρολογικές κρίσες. Στο στρατιωτικό νοσοκομείο του Κάνσας που μεταφέρθηκε, οι γιατροί δεν βρήκαν τίποτα το οργανικό, κατέληξαν στη σχιζοφρένεια και τον μετέφεραν στην πτέρυγα των ψυχικά διαταραγμένων. Τότε κάλεσαν για βοήθεια από τον Παρίσι τον Ζορζ Ντεβερό έναν διαβόητο ανθρωπολόγο, ψυχαναλυτή και ειδικό μελετητή της κουλτούρας των Ινδιάνων. Ο Ντεβερό με τις αιρετικές για την εποχή μεθόδους του συμπέρανε ότι ο Τζίμι Π δεν ήταν σχιζοφρενής, αλλά έπασχε από μετατραυματικό στρες - κάτι που σε συνδυασμό με την κουλτούρα των Ινδιάνων για τα όνειρα, απαιτούσε μία πρωτοπόρα μέθοδο ψυχανάλυσης και θεραπείας. Οι δύο άντρες ανέπτυξαν μία ιδιαίτερη φιλία και ο Ντεβερό κατέληξε να γράφει τις σημειώσεις του από τις συνεδρίες με τον Τζίμι Π σ' ένα βιβλίο που έγινε διάσημο, το «Reality and dream: Psychotherapy of a Plains Indian» που κυκλοφόρησε το 1951.
Αυτό το βιβλίο επιχειρεί ο Αρνό Ντεπλεσάν (στο Διαγωνιστικό Τμήμα των Καννών για πέμπτη φορά μετά τα «La Sentinelle» του 1992, το «My Sex Life... Or How I Got Into an Argument του 1996, το «Esther Kahn» του 2000 και το «Conte de Noel» του 2008) να μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη, κάτι που εξ αρχής φαίνεται όσο ενδιαφέρον, τόσο και ακατόρθωτο: μία ταινία εποχής που εξερευνά τις πρώτες απόπειρες ψυχανάλυσης των βετεράνων του στρατού και, επιπλέον, έχει την ονειρική, μεταφυσική διάσταση της Ινδιάνικης κουλτούρας.
Η ταινία ξεκινά χτίζοντας μεγάλες προσδοκίες. Τόσο το αληθινό θέμα της όσο και ο στιβαρός πρωταγωνιστής της (ο Ντελ Τόρο είναι εξαιρετικός) δημιουργούν την ατμόσφαιρα ταινίας που θα μας εισάγει στα άδυτα μίας επιστήμης και μίας κουλτούρας, την εποχή που οι ειδικοί τις ανακάλυπταν.
Δυστυχώς όμως γρήγορα ανακαλύπτουμε ότι ο Ντεπλεσάν δεν διαθέτει τα εργαλεία για να φτιάξει κάτι τολμηρό, ουσιαστικό, πραγματικά σπουδαίο. Η προσέγγισή του έχει κάποιες σκηνοθετικές ιδέες, κάποιες στιγμές λυρισμού και ατμόσφαιρας (βοηθά πολύ και η εξαιρετική δουλειά στη φωτογραφία του Στεφάν Φοντέιν), αλλά γρήγορα η ταινία διαλύεται από την κατακερματισμένη της αφήγηση, την εισαγωγή άχρηστων δεύτερων χαρακτήρων και την αναλυτική (και τόσο μπανάλ) επεξήγηση των ψυχαναλυτικών συμπλεγμάτων. Αισθανόμαστε ότι περπατάμε σε κλισέ μονοπάτια, δεν αποκτούμε μία βαθιά κατανόηση της κουλτούρας του ήρωα, κι αντί να βυθιζόμαστε στην μεταφυσική διάσταση των πραγμάτων και να απογειώνουμε το συναίσθημά μας, παραμένουμε βαριεστημένοι παρατηρητές.
Και αυτό είναι ιδιαίτερα ατυχές όταν υπάρχει μία τόσο σπουδαία πρώτη ύλη κι ένας πρωταγωνιστής της στόφας του Ντελ Τόρο, ο οποίος φανερά έχει αναλύσει την ερμηνεία του στην μικρολεπτομέρειά της και αν τον βοηθούσε λίγο η ταινία θα άξιζε το βραβείο ερμηνείας. Ο Ματιέ Αλμερίκ (στην πέμπτη συνεργασία του με τον Ντεπλεσάν) δεν ενθουσιάζει τόσο, αλλά το λάθος είναι και πάλι σκηνοθετικό: η συμβουλή να ερμηνεύσει τον ανατρεπτικό γιατρό στα όρια της (πίνω-καπνίζω-κάνω άβολες ερωτήσεις) καρικατούρας ήθελε προφανώς να δημιουργήσει την αντίστιξη με την σιωπηλή, ήρεμη δύναμη του Ντελ Τόρο. Ομως οι ισορροπίες δεν κρατήθηκαν και τα όρια της καρικατούρας ξεπεράστηκαν.
Η ταινία βέβαια άρεσε στους Αμερικάνους και η αίθουσα χειροκρότησε με ενθουσιασμό στους τίτλους τέλους. Περιμένουμε να δούμε αν αυτό περιλαμβάνει και τον Στίβεν Σπίλμπεργκ και την χολιγουντιανή επιτροπή του...
Διαβάστε και δείτε εδώ περισσότερα για το «Jimmy P.».
Μάθετε τα πάντα για το 66ο Φεστιβάλ Καννών, στο ειδικό τμήμα του Flix.gr που ανανεώνεται συνεχώς.