Το 1999, η Τσετσενία ρημάζεται από τον πόλεμο μεταξύ της Ρωσίας και των Τσετσένων αυτονομιστών. Αυτό το πολιτικό, γεωγραφικό και χρονικό πλαίσιο χρησιμοποιεί ο Μισέλ Χαζαναβίσιους για ν’ αφηγηθεί τρεις παράλληλες ιστορίες. Ενα μικρό, 9χρονο αγοράκι, Τσετσένος, βλέποντας τους γονείς του να δολοφονούνται εν ψυχρώ, το σκάει και ξεκινά ένα οδοιπορικό επιβίωσης κι αναζήτησης της αδελφής του που έχει σωθεί. Μια Γαλλίδα εργαζόμενη σε Μη Κυβερνητική Οργάνωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα προσπαθεί να κάνει μια πολιτική κίνηση «με σημασία», αναζητώντας νόημα σε όσα συμβαίνουν γύρω της. Κι ένας νεαρός Ρώσος κατατάσσεται στο στρατό για να γλιτώσει τη φυλακή κι αναζητά τη συντροφικότητα και την αναγνώριση σ’ ένα περιβάλλον μάτσο επιθετικότητας.
Από την κινηματογραφική, δηλαδή σεναριακή, σκηνοθετική, δημιουργική πλευρά, η ταινία έχει πολλά να ζηλέψει από το «In the Land of Blood and Honey» της Αντζελίνα Τζολί. Πέρα από μια ενδιαφέρουσα, γλαφυρή φωτογραφία στα γκρίζα του πολέμου, οτιδήποτε άλλο στην ταινία κινείται σε επίπεδο ερασιτεχνικού φιλμ σοσιαλιστικού ρεαλισμού αλλά πιο ανόητο ακόμα. Οι ερμηνείες είναι σκεβρωμένες και ψεύτικες: η Μπερενίς Μπεζό κι η Ανέτ Μπένινγκ, ως «αναγνωρισμένες» ηθοποιοί, είναι ταιριαστά αμακιγιάριστες, γιατί που χρόνος για τέτοια, και παίζουν με αμηχανία και συγκατάβαση δίπλα στους ερασιτέχνες Ρώσους και Τσετσένους που, παρά τα δυνατά τους πρόσωπα, κυρίως κοιτάζουν συνοφρυωμένα και καταθέτουν «αληθινές» μαρτυρίες. Οι διάλογοι είναι βγαλμένοι από αφελές μελόδραμα, του τύπου: - Γιατί εσύ, μια Τσετσένα, μιλάς τόσο καλά αγγλικά; - Γιατί ονειρευόμουν να πάω στην Αμερική. – Ακόμα προλαβαίνεις (βόμβα, βόμβα). Η μουσική υπόκρουση, εκτός από λίγη ρέγκε στο σπίτι της Μπεζό (γιατί είναι ανθρωπίστρια), είναι εξαντλητικά δραματικά βιολιά που δε σταματούν παρά με τον ήχο του όπλου.
Πολιτικά, το φιλμ είναι επιφανειακό, επίμονα μονόπλευρο, επικίνδυνα αφελές. Στην ταινία οι Ρώσοι είναι όλοι και μόνο τέρατα κι αν δεν είναι εξ αρχής, γίνονται λόγω του καθεστώτος του, ειδικά στο πλαίσιο του στρατού. Είναι φονικές μηχανές χωρίς συνείδηση, που δε διστάζουν να δολοφονήσουν ψυχές για να σπάσουν τη ρουτίνα τους. Οι Τσετσένοι, πάλι, είναι ήρεμοι οικογενειάρχες άνθρωποι που τους έχει βρει συμφορά και προσπαθούν, με τα λίγα τους μέσα, να κρατήσουν κοντά τους τα αγαπημένα τους πρόσωπα και, προς Θεού, να μην ενοχλούν κανέναν.
Δεν είναι μόνο ότι ο πόλεμος στον Βόρειο Καύκασο είναι πολύ πρόσφατος στη μνήμη, είναι κι ότι η ταινία έγινε και προβάλλεται στην καρδιά του εμφυλίου στην Ουκρανία, με το κοινό να ενημερώνεται από παντού για όσα συμβαίνουν και να διαμορφώνει, φυσικά, άποψη: όταν ένας σκηνοθέτης καταπιάνεται με την τρέχουσα ιστορία, είναι ίσως καλό να έχει κάτι ουσιαστικό να πει, κάτι νέο, δυνατό, μια γνώμη έγκυρη κι ενδιαφέρουσα. Κι όχι να παρουσιάζει μια ταινία τόσο επιπόλαιη και μονοδιάστατη που αναδεικνύει μόνο τη συνήθεια του ευρωπαίου intellectual να κρίνει με ευκολία και να θεωρεί την ανθρώπινη τραγωδία γραφική.
Αυτήν την ταινία, λοιπόν, επέλεξε ο Μισέλ Χαζαναβίσιους για να εξαργυρώσει τον καλλιτεχνικό και εμπορικό θρίαμβο του «The Artist», αυτήν και για να αξιοποιήσει τη νεοαποκτηθείσα φήμη του. Κι αυτήν επέλεξε το Φεστιβάλ Καννών να βάλει στο Διαγωνιστικό του Τμήμα, σε μια καταφανώς προσωποκεντρική επιλογή που, ευτυχώς, γιουχαΐστηκε με πάθος.
Δείτε εδώ το τρέιλερ του «The Search» του Μισέλ Χαζαναβίσιους