Σε μια στάση άμαξας στη μέση του πουθενά, ένας βετεράνος πάστορας, έτοιμος να εγκαταλείψει την Aγρια Δύση για την πιο πολιτισμένη Ανατολή, προειδοποιεί έναν νεώτερο ιεροκήρυκα, ανυπόμονο να ταξιδέψει δυτικά για μια καινούργια ζωή, πως «τα πράγματα θα είναι σκατένια με νέους και ενδιαφέροντες τρόπους». Πρόκειται για μια σεκάνς παγωμένου χιούμορ και ειρωνείας, με το λεκτικό γκαγκ σε τέλεια ευθυγράμμιση με το οπτικό. Που έχει σαν αποτέλεσμα τούτη η προειδοποίηση να ηχεί στα δικά μας αφτιά, των θεατών, σαν υπόσχεση πως θα δούμε ένα γουέστερν τουλάχιστον ξεχωριστό.
Την ίδια υπόσχεση δίνουν και οι βινιέτες ενός ζεύγους που χορεύει ποζάροντας χαμογελαστό στον φακό –ίσως μιας φωτογραφικής μηχανής. Δείχνουν ευτυχισμένοι. Θα μάθουμε πως ήταν κάποτε, όταν ο μύθος του φιλμ των αδελφών Ντέιβιντ και Νέιθαν Ζέλνερ αρχίζει να ξεδιπλώνεται. Και η όποια υπόσχεση για ένα γουέστερν διαφορετικό αρχίζει να αποδείχνεται φρούδα, πλάνο με το πλάνο.
Τώρα, ο νεαρός καουμπόι αναζητά την αγνοούμενη ντάμα του απεγνωσμένα, πιστεύοντας πως την έχουν απαγάγει δυνάμεις κακές. Φθάνει με την κιθάρα του και το μικρό του πόνι (;) στην κωμόπολη όπου κατέληξε και ο νεαρός πάστορας, κι αφού αρνείται το… όργιο που του προτείνει ένας θαμώνας σαλούν με τις τοπικές πόρνες για να εγκλιματιστεί (;;), επιστρατεύει τον παπά στην αποστολή του να βρει τη μνηστή του και να την παντρευτεί επιτόπου(;;;).
Εννοείται πως η αναζήτηση κρύβει «εκπλήξεις». Αποκορύφωμα των οποίων, λίγο μετά τα μισά της ταινίας, θα είναι μια «ανατροπή». Την οποία δε θα πούμε, για λόγους μονάχα τυπικούς. Θα πούμε απλά πως ο, τι γίνεται παρακάτω κρύβει πολλά περισσότερα εισαγωγικά και εντός παρενθέσεως ερωτηματικά, στο πλαίσιο ενός σεναρίου που νομίζει πως μπορεί να επανεφεύρει το είδος ρίπτοντας ατάκτως στο χαρτί πανηλίθιους πιστολάδες, πρώιμες φεμινίστριες, νεκροζώντανους Ινδιάνους, αντιστροφή του μύθου της Πηνελόπης και των μνηστήρων της και μπόλικο καλαμπούρι πασπαλισμένο με σλάπστικ.
Διαβάστε ακόμη: Berlinale 2018: (Περίπου) 24 ώρες με τον Ρόμπερτ Πάτινσον
Η ρεβιζιονιστική διάθεση στο γουέστερν, που πυροδοτήθηκε ουσιαστικά από τον Ρόμπερτ Oλτμαν και το «Η Εντιμος Κυρία και ο Χαρτοπαίκτης» (1971), - ταινία που ο Ρόμπερτ Πάτινσον ομολόγησε ως έμπνευση για το ρόλο του - προϋποθέτει, εκτός από γερή γνώση των κωδίκων του είδους, και έναν στοχασμό που να δικαιολογεί αυτή τη διάθεση. Αν ήταν πολιτική η σκέψη του Όλτμαν ή υπαρξιστική εκείνη, ας πούμε, του Τζον Μακλίν με το «Slow West» (για να αναφερθούμε σε ένα από τα πιο δυνατά αντιγουέστερν της πρόσφατης παραγωγής, από το οποίο το «Damsel» μοιάζει να φέρει πολλά δάνεια), η σκέψη των αδελφών Ζέλμαν περιορίζεται σε μια σινεφίλ ανεκδοτολογία χωρίς μέτρο και βάθος, την οποία ούτε η (θαρραλέα ομολογουμένως) παρουσία του ολοένα και πιο εναλλακτικού Ρόμπερτ Πάτινσον, ούτε και το όμορφο καδράρισμα των κατσάβραχων της Γιούτα αρκούν να καμουφλάρουν.
Περισσότερες κριτικές από την Berlinale 2018
- Berlinale 2018: To «Isle of Dogs» του Γουές Αντερσον είναι μια δήλωση αγάπης. Κι όχι μόνο υπέρ των σκύλων
- Berlinale 2018: Το «Black 47» χτίζει ένα βίαιο «γουέστερν» πάνω σε μια σκοτεινή σελίδα της ιρλανδικής ιστορίας
- Berlinale 2018: Ο Ρούπερτ Εβερετ συναντά νομοτελειακά τον Οσκαρ Γουάιλντ στον «Ευτυχισμένο Πρίγκιπα»
- Berlinale 2018: Οι «Κληρονόμοι» από την Παραγουάη είναι η έκπληξη που ελπίζαμε να δούμε
- Berlinale 2018: To «Central Airport THF» του Καρίμ Αϊνούζ, κοιτάζει με ψύχραιμη ματιά την προσφυγική κρίση