Η Ευαγγελία Κρανιώτη είναι φωτογράφος κι αυτό δε θα μπορούσε να είναι περισσότερο εμφανές στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, ένα στοχαστικό οδοιπορικό στην κλασική σχέση του ναυτικού με τα κορίτσια των λιμανιών. Η ταινία είναι στημένη περισσότερο σαν εικονοποιημένη εσωτερική αφήγηση: ένα καράβι, χίλια καράβια, πλέουν στην ανοιχτή θάλασσα. Μια γυναίκα, χίλιες γυναίκες, «πεταλούδες της νύχτας», περιμένουν στα λιμάνια του κόσμου την τακτική επίσκεψη ή την επιστροφή. Οσο η κάμερα βρίσκεται στη θάλασσα, ένας «ναυτικός», σε voice over (γραμμένο ως σενάριο, όχι αυθόρμητο), μιλά για την ελευθερία και τη μοναξιά του ταξιδιού. Οσο η ταινία πατά γη, μια μεγάλης ηλικίας πόρνη, η Σάντι, μιλά για τις αναμνήσεις και τις ελπίδες της, για όλους τους άντρες (συζύγους τους ονομάζει τρυφερά), που πέρασαν από το κρεβάτι της, αφήνοντας τα σημάδια τους στο σώμα και στη μνήμη της.
Η Κρανιώτη έχει μια μεγάλη έφεση για την ομορφιά, τη λεπτομέρεια, το συμβολισμό στην εικόνα. Το σκληρό σίδερο του καραβιού, χρωματισμένο με μπογιές και με ζωές, το νερό που τρέχει, η θάλασσα που αναβλύζει κύματα, παίρνουν ισορροπημένες μορφές που θα ζήλευε ο παντοκράτορας του instagram. Η ματιά της είναι δημιουργική και αισθαντική.
Την αίσθηση, ωστόσο, που παίρνει ο θεατής από την εικόνα δεν τη νιώθει με όσα ακούει. Ο μονόλογος του ναυτικού είναι γενικόλογος, με στιγμές κοινοτυπίας κι η αφήγηση της Σάντι στερεοτυπική, χωρίς προσωπική σφραγίδα. Η σκηνή που συγκινεί, ως αυθόρμητη, είναι εκείνη όπου η κουρασμένη γυναίκα αναλογίζεται με χιούμορ όλους τους Ελληνες, «ζεστούς και τριχωτούς», τον Νίκο, τον Γιώργο, τον Μπάμπη, που πέρασαν από το δωμάτιό της και τραγουδά, με δικούς της ακατανόητους στίχους αλλά μεγάλη στοργή, τα «Παιδιά του Πειραιά» ως άλλη Μελίνα του λιμανιού.
Η Κρανιώτη ταξίδεψε σε 16 χώρες για να γυρίσει την ταινία της κι αυτές οι συναντήσεις, με πραγματικούς ναυτικούς και πραγματικές επαγγελματίες του έρωτα δε φτάνουν στην ταινία, τουλάχιστον ως προσωπικές αφηγήσεις με τις οποίες θα μπορούσε κανείς να τρυπώσει στο ιδιαίτερο και τόσο ενδιαφέρον σύμπαν τους. Κι έτσι μένει στον «αφρό», στην πανέμορφη εικόνα που οδηγεί το μυαλό σε δικούς του συνειρμούς.
Διαβάστε ακόμη:
- Berlinale 2015 - Μέρα 5η: Καλώστονα τον Ρόμπερτ (τον Πάτινσον) κι ας άργησε!
- Berlinale 2015: Το Πολωνικό «Body» δεν συγκλόνισε nobody
- Berlinale 2015: O Αντρέας Ντρέζεν κοιτάζει τη Γερμανία «όπως την ονειρεύτηκε» η γενιά της πτώσης του Τείχους
- Berlinale 2015: To «El Club» του Πάμπλο Λαραΐν επιτίθεται (και) στον Πάπα Φραγκίσκο και τη Νέα Καθολική Εκκλησία