Στην Ιρλανδία του 1650, οι κάτοικοι του Κιλκένι προσπαθούν να ανακτήσουν το δάσος που βρίσκεται ακριβώς έξω από τα σύνορα της πόλης από τους λύκους που το κατοικούν, προκειμένου να μπορέσουν να συνεχίσουν την εκμετάλλευση των δέντρων. Για την αποτελεσματική εξόντωση των λύκων μισθώνεται ο κυνηγός Μπιλ Γκουντφέλοου που φτάνει από την Αγγλία μαζί με τη μικρή του κόρη Ρόμπιν, κατ’ εντολή του Ηγέτη Προστάτη της πόλης, Ολιβερ Κρόμγουελ. Παρά τις νουθεσίες του πατέρα της να μείνει μέσα στα όρια της πόλης, η Ρόμπιν θα τον ακολουθήσει μαζί με το γεράκι κατοικίδιο της, τον Μέρλιν. Οταν όμως ο Μέρλιν θα πληγωθεί από το τόξο της, σε μια προσπάθεια να χτυπήσει ένα λύκο, η Ρόμπιν θα συναντήσει ένα μυστηριώδες κορίτσι που θα πιάσει το πληγωμένο γεράκι και θα το οδηγήσει στο βάθος του δάσους μαζί με τις αγέλες των λύκων.
Την επόμενη μέρα, η Ρόμπιν το σκάει ξανά και βγαίνει στο δάσος για να ανακαλύψει πως ο Μέρλιν έχει γιατρευτεί από θαύμα. Θα πιαστεί, όμως, στην παγίδα ενός λύκου που θα την δαγκώσει στο χέρι και θα την τραβήξει μέχρι τη φωλιά του. Εκεί, η Ρόμπιν θα ανακαλύψει πως ο.λύκος είναι το κορίτσι που είδε την προηγούμενη μέρα, το όνομα της είναι Μέμπχ και αυτοαποκαλείται «wolfwalker», μέλος μιας φυλής που προσπαθεί να διατηρήσει την ελευθερία της. Ανάμεσα στα δύο κορίτσια θα αναπτυχθεί μια σπάνια φιλία που θα οδηγήσει τη Ρόμπιν να προσπαθήσει μάταια να πείσει τον πατέρα της να βρει έναν ειρηνικό τρόπο για να συμβιβάσει τις ανάγκες των κατοίκων του Κιλκένι με την επιβίωση των λύκων.
Τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας «Irish Folklore Trilogy» του Τομ Μουρ και της ιρλανδικής εταιρίας animation Cartoon Saloon - προηγήθηκαν τα «The Secret of Kells» του 2009 που ήταν και υποψήφιο για Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων και το «Song of the Sea» του 2014 - το «Wolfwalkers» που ο Μουρ συνυπογράφει εδώ με τον Ρος Στιούαρτ ξεκινάει από τη μεγάλη παράδοση των κέλτικων μύθων για να φτάσει σχεδόν μονοκοντυλιά μέχρι το σήμερα, τόσο στη καρδιά της πρωτόγνωρα οικολογικής με όλη την πραγματική σημασία της λέξης ιστορίας του όσο και στην θριαμβευτική επιλογή του χειροποίητου, δισδιάστατου σχεδίου του.
Σε ένα πραγματικά αεικίνητο κάδρο, όπου κάθε γραμμή - ευθεία, τεθλασμένη, διακεκομμένη ή με προορισμό το άπειρο - μοιάζει να κινείται συνεχώς προκειμένου να μεταφέρει αυτούσια την εμπειρία μιας μεγάλης περιπέτειας, το «Wolfwalkers» παγώνει τον ιστορικό χρόνο και τοποθετεί στο κέντρο του δύο κορίτσια, ανατρέποντας τη λογική του ήρωα με τον πιο δυναμικό, διαχρονικό τρόπο. Η Ρόμπιν και η Μεμπχ είναι οι δύο όψεις ενός κόσμου - αυτού που βρίσκεται περιορισμένος στις συμβάσεις (θρησκευτικές και πατριαρχικές…) και ενός άλλου που αναπνέει τον καθαρό αέρα της ελεύθερης ζωής (κοντά στη φύση).
Η φιλία των δύο κοριτσιών δεν είναι μόνο η αφετηρία του μύθου που θα επιτρέψει στο φιλμ των Μουρ και Στιούαρτ να γίνει το «ειρωνικό» ειδικά σήμερα σχόλιο για την αποικιοκρατία και την τριχοτομημένη Μεγάλη Βρετανία, αλλά και το πανίσχυρο σύμβολο μιας μικρής επανάστασης για τις νέες κοινωνίες της αλληλεγγύης, της κατανόησης (του διαφορετικού), της επαφής με τον άλλο.
Από τα πιο όμορφα πράγματα που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στο σινεμά, το «Wolfwalkers» αντισταθμίζει την επίπεδη και προς το δεύτερο μέρος και το φινάλε του υπερβολικά παιδική πλοκή του με ένα σχέδιο που, ερήμην του όποιου computer animation, μοιάζει λες βγαλμένο από υψηλής αισθητικής παγανιστικά χαρακτικά στους κορμούς των δέντρων από τον 17ο αιώνα. Με την κίνηση του ανέμου, το λυρισμό των στοιχείων της φύσης (σε απόλυτη σύνθεση με το ονειρικό soundtrack του Μπρούνο Κουλέ, των Κila και της Aurora), τα χρώματα όλων των εποχών και την εκφραστικότητα ενός κλασικού κινούμενου σχεδίου στη φαρέτρα του, το φιλμ ανάγεται σε μια οικολογική πανδαισία με μήνυμα απλό που, όμως, σαν άλλο τόξο σε αυτόν τον αγώνα επιβίωσης χτυπάει κέντρο τόσο στην καρδιά όσο και σε όλες τις αισθήσεις.