Στην τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της, έχοντας καταπιαστεί με την παιδική μνήμη και την απώλεια στο «Δύσκολοι Αποχαιρετισμοί: Ο Μπαμπάς μου» και μ' ένα γυναικείο πορτρέτο μοναξιάς στο «September», η Πέννυ Παναγιωτοπούλου στρέφεται στο ανδρικό πρότυπο, τη φυλακή που δημιουργεί και τα μεγάλα ηθικά διλήμματα της ζωής, σε μια ταινία μεγάλη, από πολλές απόψεις.

Είναι, με μια έννοια, τόλμημα το «Wishbone». Μια ταινία που βυθίζεται, αγκαλιάζεται, από ό,τι πιο καλαίσθητο και μαζί πνευματικό έχει να προσφέρει η τέχνη του κινηματογράφου, το μελόδραμα. Βασισμένη στο διήγημα «40 Μέρες» της Κάλλιας Παπαδάκη, με την οποία συνυπογράφει το σενάριο, η Παναγιωτοπούλου στήνει το δράμα της γύρω από έναν νέο άντρα τραυματισμένο, μεταφορικά και κυριολεκτικά, από τη ζωή. Ο Κώστας θα προτιμούσε να καβαλήσει τη μηχανή του και να ζήσει καλοκαίρια στα νησιά, όμως είναι αναγκασμένος να σηκώσει στους ώμους του την ευθύνη της οικογένειάς του. Είναι σεκιουριτάς σε νοσοκομείο, κακοπληρωμένος, υποχρεωμένος να βλέπει καθημερινά την αδιαφορία του συστήματος υγείας για την ανθρώπινη ζωή. Παίρνει ανάσες χαράς με το κορίτσι του (που αργά ή γρήγορα θα του ζητήσει περισσότερα). Οταν ο αδελφός του πεθάνει ξαφνικά, ο Κώστας θα χρειαστεί να εξασφαλίσει το σπίτι τους, να φροντίσει τη μητέρα τους, αλλά και τη μικρή του ανιψιά, μια και η δική της μητέρα δεν είναι σε θέση να την αναλάβει. Για να τα καταφέρει του χρειάζονται λίγες χιλιάδες ευρώ. Ο Νώντας από το νοσοκομείο τού έχει μια πρόταση για το πώς θα τις αποκτήσει: κι έτσι ο Κώστας θα βρεθεί μπροστά σ' ένα δίλημμα πρακτικό και υπαρξιακό. Θα δεχτεί να «αμαρτήσει» για το καλό των δικών του; Και τι τίμημα μπορεί να έχει μια τέτοια απόφαση;

Χέρι με χέρι με τον διευθυντή φωτογραφίας, Δημήτρη Κατσαΐτη και με το σκηνογραφικό, η Παναγιωτοπούλου δημιουργεί ένα αστικό σύμπαν χαμένων ευκαιριών και πολυζωισμένων χώρων, με όλη τη γοητεία ενός έγχρωμου, θερμού νεορεαλισμού. Ακόμα σημαντικότερα, ο ήρωάς της, ο Κώστας - τον οποίο ερμηνεύει με εντυπωσιακό μαγνητισμό, τρυφερότητα, σωματικότητα και πειστικότητα ο εξαιρετικός Γιάννης Καράμπαμπας - συνδυάζει τη λαϊκή, φιλότιμη καρδιά ενός Ξανθόπουλου, όμως με μια τόσο πιο σύγχρονη οπτική. Ο Κώστας δεν έχει ίχνος αντρίλας, είναι ένα πλάσμα φροντιστικό και προστατευτικό, όσο μπορεί κι όσο καταλαβαίνει. Εκείνο που θέλει, είναι να κάνει το καλό, να φανεί άξιος, να επιβιώσει και να σώσει ό,τι αγαπά. Εστω και με τους λάθος τρόπους.

Σ' αυτή τη θαρραλέα και τόσο παθιασμένα κινηματογραφική επιλογή, η Παναγιωτοπούλου δίνει ένα ρυθμό ήσυχο και αργό. Εδώ δεν υπάρχουν οι εξάρσεις και τα σκαμπανεβάσματα ενός κλασικού μελοδράματος, αλλά μια παράθεση χτυπημάτων της μοίρας που, διατυπωμένη χαμηλότονα, σε κάνει ν' αναζητάς το κρεσέντο, ή την κάθαρση, ή την ταύτιση, πολύ γρηγορότερα απ' όσο έρχεται. Που, χωρίς εντάσεις, σε κάνει ν' αναρωτιέσαι πόσα ακόμα δράματα θα συμβούν σ' αυτό το συμπαθητικό αγόρι. Που, με μια ξεκάθαρη αγάπη για τα μεγάλα πλάνα, τις μεγάλες βίστες, το μεγάλο σινεμά, μοιάζει να κρατά τις σεκάνς της περισσότερο απ' όσο χρειάζεται, σαν κάτι πολύτιμο που αξίζει ν' αποτυπωθεί για την Ιστορία, έστω κι αν όχι για την ιστορία, μέχρι και το φινάλε. Ομως εκείνο που μένει είναι η αγάπη, για τ' ανθρώπινα και για το σινεμά. Και μια σοβαρή υποψηφιότητα για τον Καράμπαμπα, για όλα τα βραβεία της χρονιάς.