Ισως περισσότερο από κάθε άλλη, ακόμα κι αυτόν τον «Πολίτη Κέιν», αυτή εδώ είναι η πιο αντιπροσωπευτική ταινία του Ορσον Γουελς, η πιο ταυτόσημη με την ανατρεπτική προσωπικότητα και την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα του. Ενα b-movie που πήρε τη θέση του ως μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.

Η χρονιά είναι το 1958, κι ο Γουελς αναλαμβάνει να παίξει, αλλά και να σκηνοθετήσει, τη διασκευή ενός εμπορικού pulp θρίλερ, του Badge of Evil του Γουιτ Μάστερσον. «Πειράζει» και το σενάριο και φτιάχνει μια ταινία που εκτυλίσσεται στα σύνορα (των Η.Π.Α. με το Μεξικό), κριτικάρει τα σύνορα και δημιουργικά υπερβαίνει κάθε σύνορο. Ενα φιλμ νουάρ, από τα τελευταία του αυθεντικού είδους, που το περιποιείται με όλες του τις εγκεφαλικές και αισθητικές μαγείες, ώστε να γίνει σπουδαίο και ρηξικέλευθο, εφετζίδικο αλλά και γεμάτο ουσία.

Στην ιστορία, στα γεωγραφικά σύνορα Αμερικής και Μεξικού (όχι τυχαίο ότι η ταινία έγινε την εποχή της «Επιχείρησης Wetback», της πρώτης κυβερνητικής μαζικής απέλασης Μεξικανών εργατών από τις Η.Π.Α.), ένας Μεξικανός Εισαγγελέας, ο Μιγκέλ, ή Μάικ, Βάργκας απολαμβάνει τον πρώτο καιρό του γάμου του με την Αμερικανίδα Σούζαν. Η έναρξη της ταινίας, ένα παροιμιώδες μονοπλάνο με γερανό που διαρκεί τρεισήμισι λεπτά, ξεκινά με την τοποθέτηση μιας βόμβας σε ένα αυτοκίνητο στο Μεξικό και ακολουθεί το όχημα και τους περαστικούς που διασκεδάζουν και σουλατσάρουν στο δρόμο, ώσπου να περάσουν τα σύνορα και η βόμβα να εκραγεί. Ο Βάργκας φυσικά, φιλότιμος και δίκαιος, θ' αναλάβει δράση, αλλά θα βρει απέναντί του τον Επιθεωρητή Χανκ Κουίνλαν, έναν σιτεμένο, τραυματισμένο, διεφθαρμένο, ρατσιστή αστυνομικό με έφεση στην τοποθέτηση ψεύτικων ενοχοποιητικών στοιχείων στα θύματά του.

Σύνορο δεύτερο, αυτό που χωρίζει τη νέα από την παλιότερη γενιά. Στη διοίκηση, αλλά φυσικά και στο σινεμά. Το παλιό, χρυσό Χόλιγουντ πεθαίνει (περίπου μ' αυτή την ταινία) και μια νέα παραγωγή, πιο ανεξάρτητη, πιο τολμηρή, ετοιμάζεται ν' αναλάβει τα ηνία. Η ταινία του Γουελς εμπεριέχει και τα δύο. Τη δύναμη του star system στους βασικούς πρωταγωνιστές του (μπορεί ο Τσάρλτον Χέστον να βάφεται καφέ για να κάνει τον Μεξικανό, ή η Μάρλεν Ντίτριχ, Μεξικανή κι αυτή, να μαυρίζει μαλλιά και φρύδια, αλλά ας τοποθετούμε τις επιλογές στην εποχή τους). Τον πεισματικό εξπρεσιονισμό στα σκηνικά και τα πλάνα (η ταινία γυρίστηκε στο Venice Beach στο Λος Αντζελες), με πόρτες, σκάλες, σκιές να δημιουργούν ασταμάτητα νέα εγκλωβιστικά σύνορα, στη φωτογραφία του Ράσελ Μέτι που με εφαλτήριο το μονοπλάνο της αρχής, δεν σταματά ποτέ να κινείται, να λικνίζεται σε εσωτερικά και σε δρόμους υποφωτισμένους, γεμάτους σκιές, με πλάνα από χαμηλά που παραμορφώνουν τους ήρωες και τους δίνουν μια διάσταση γκροτέσκ, που γίνονται κομμάτι της αφήγησης και δίνουν βάθος και ένταση στις σχέσεις και στους χαρακτήρες των ηρώων.

Η μουσική είναι, μεν, του Χένρι Μαντσίνι, αλλά χορεύει σε κουβανέζικους ρυθμούς, τυλίγοντας το θρίλερ σ' ένα πέπλο καρναβαλιού, όπως συνηθίζουν οι μεγαλύτερες, οι πιο ανατριχιαστικές τραγωδίες. Το καστ είναι, το λιγότερο, απρόσμενο, μια ομάδα από ετερόκλητα προφίλ που ανατρέπουν ό,τι έχουν χτίσει: ο Χέστον στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ως Μεξικανός με αμερικανικές αρετές (ο ηθοποιός, άλλωστε, είχε συνδεθεί με την ταινία πριν τον Γουελς κι εκείνος ήταν που επέμεινε για την πρόσληψή του ως σκηνοθέτη), η Τζάνετ Λι πρόθυμη να παίξει σε ακραία σκηνή κακοποίησης, κι ένα μάτσο ηθοποιοί που ο Γουελς λατρεύει, καμουφλαρισμένοι ώστε να μοιάζουν με κάποιον ή κάποια άλλη. Ο ίδιος πρησμένος από το αλκοόλ και μ' ένα ψεύτικο πόδι, παντοδύναμος κι αδύναμος μαζί, ο Τζόζεφ Κότεν, η Μερσέντες ΜακΚέιμπριτζ, η Ζα Ζα Γκαμπόρ, ο Μαλτέζος Τζόζεφ Καλέια και φυσικά η Μάρλεν Ντίτριχ σε μια και camp και βαθιά συγκινητική μεταμόρφωση και ερμηνεία. Ηθοποιοί που βγαίνουν από τα σύνορα της καριέρας τους για να δοκιμάσουν κάτι διαφορετικό.

Μια πλοκή μάλλον απλή, μάλλον συνηθισμένη στο είδος, που αποκτά μέγεθος και πολιτικό και υπαρξιακό, αλλάζοντας αφηγητή σε κάθε γωνία, μεταφέροντας ψηφίδες μιας ιστορίας που για να βγάλουν νόημα πρέπει να ξεφύγουν από τα σύνορα του συμβατικού. Σύνορα και ηθικά, ανάμεσα στον νόμο και το έγκλημα, παρότι κανένα από τα δύο δεν έχει καθαρή ταυτότητα, σε μια ταινία που δεν παίρνει τίποτε ως απόλυτο, ως μονόχρωμο.

Κι ύστερα απ' όλ' αυτά τα σύμβολα των συνόρων, τα θεωρητικά και όλα τα εγκυκλοπαιδικά που μπορεί κανείς να διαβάσει αλλού (γιατί, φυσικά, η ίδια η ταινία έγινε, όπως πολλές του Γουελς, σημείο διεκδίκησης συνόρων ανάμεσα στο στούντιο της Universal και στον δημιουργό της, κι η εκδοχή που προβάλλεται είναι η δική του), το «Touch of Evil» είναι ένα μεγάλο, τεράστιο και σπαρακτικό love story. Σίγουρα, από τη μια, για το σινεμά και τον τρόπο που έχει να παίρνει το τετριμμένο και να το κάνει σπουδαίο. Αλλά κι ενός ζευγαριού, όχι του πρωταγωνιστικού, των Βάργκας, αλλά εκείνου που συναντιέται στα σκοτάδια και στα χαμόσπιτα, της Τάνια της Μάρλεν Ντίτριχ που ξέρει τόσα πολλά από τη ζωή αλλά που μιλά τόσο λίγο και του Κουίνλαν που είναι τόσο βρώμικος αλλά και τόσο παρεξηγημένος, και μιας κάθαρσης που ξεφεύγει κι αυτή από τα σύνορά της, γιατί είναι πικρή κι ενοχική. Μια ταινία γεμάτη σκαμπανεβάσματα, από γερανό ή από το πεζοδρόμιο, με μεγάλη τέχνη, μεγάλη φιλοδοξία και, τελικά, μεγάλη απόδειξη ότι το καλό, έξυπνο, τολμηρό, ψυχαγωγικό σινεμά δεν έχει σύνορα, ούτε όρια.