Aν έπρεπε να βρεις έναν σύγχρονο σκηνοθέτη για να τοποθετήσεις δίπλα στο λήμμα «χαρακτηριστική γαλλική ταινία» (αναφερόμενος προφανώς σε όλα τα κλισέ που κάνουν το γαλλικό σινεμά την ίδια στιγμή λατρεμένο και στα όρια του αφόρητου) τότε ο Εμανουέλ Μουρέ είναι ιδανική περίπτωση, αφού κάπου ανάμεσα στον Ερίκ Ρομέρ και τον Μαριβό, οι ταινίες του φέρουν την ελαφρά μελαγχολία και την ποίηση της καθημερινότητας σε ισόποσα μέρη, ολοκληρώνοντας μικρές βερμπαλιστικές ιστορίες ηθών γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις.
Οπως και στις προηγούμενες ταινίες του και κυρίως στο «Αυτά που Λέμε κι Αυτά που Κάνουμε» που τον έκανε και διεθνώς γνωστό, ανθρώπινες ιστορίες μπλέκονται γύρω από το ζητούμενο που είναι πάντα ο έρωτας και η αναζήτησή του «ιδανικού» συντρόφου. Οι τρεις φίλες του τίτλου είναι η Ζοάν, που διδάσκει αγγλικά στο λύκειο στη Λιόν, και που δεν θέλει πλέον να είναι παντρεμένη με τον Βίκτορ, η καθηγήτρια καλλιτεχνικών Ρεμπέκα που έχει παράνομη σχέση με τον σύζυγο της Αλις και η Αλις που χωρίς να γνωρίζει την απιστία συζύγου και κολλητής, θα ζητήσει από την Ρεμπεκά να γίνει το άλλοθι της στη δική της παράνομη σχέση με έναν καλλιτέχνη.
Το γαϊτανάκι των περιπετειών τους - μέσα κι έξω από τις νόμιμες και τις παράνομες σχέσεις τους, αλλά κυρίως μέσα και έξω από τις πραγματικές επιθυμίες τους - θα πυροδοτήσει η εξομολόγηση της Ζοάν ότι θέλει να χωρίσει από τον Βίκτορ. Και πάνω σε αυτόν τον καμβά, των εξομολογήσεων, των ελαφρά κωμικών παρεξηγήσεων και της ακατάπαυστης διάθεσης για συζήτηση επί παντός επιστητού, ο Εμανουέλ Μουρέ θα χτίσει σιγά σιγά το πορτρέτο μιας γενιάς που ανακαλύπτει πως είναι παγιδευμένη μέσα σε συμβάσεις, έτοιμη ωστόσο να μιλήσει γι’ αυτό και κυρίως να προσπαθήσει να ξεφύγει. Περισσότερο στιλίστας εδώ απ’ ότι στο παρελθόν, μεθοδεύει την κίνηση της κάμερας ώστε να μένει περισσότερο στο χώρο, ακολουθώντας τη σπειροειδή κίνηση των πρωταγωνιστριών του και παίζει με το φως, τον ήχο και το ρυθμό προκειμένου να δώσει στο φιλμ την αίσθηση μιας μικρής συμφωνίας.
Κύρια όργανα του δεν είναι φυσικά ούτε οι κλισέ ιστορίες και τα ακόμη πιο κλισέ προβλήματα των πρωταγωνιστριών του, αλλά οι ίδιες οι πρωταγωνίστριες του, εδώ σε ένα ερμηνευτικό τρίο που από την καλύτερη στην λιγότερο καλύτερη, μετράμε την Ιντια Ερ, την Σάρα Φορεστιέ και την Καμίγ Κοτέν. Οι τρεις τους στροβιλίζονται σε ένα τόσο ανεπιτήδευτα επιτηδευμένο ερμηνευτικό παιχνίδι που διασχίζει όλο το εύρος από την ξεκαρδιστική κωμωδία μέχρι την τραγωδία, χωρίς ποτέ ωστόσο να προδίδει τον πανάλαφρο τόνο του: αυτόν μιας συν-αισθηματικής κωμωδίας που δεν λέει τίποτα καινούριο ενώ μιλάει - ναι, με χιούμορ, φιλοσοφική διάθεση, εύστοχη τρυφερότητα και πολλά άλλα που αξίζει κανείς να θαυμάσει - περισσότερο, ωστόσο, και από όσο αντέχει ο μέσος λάτρης μιας τυπικής «γαλλικής ταινίας».