Πόσο συναρπαστικό συναίσθημα η τραγική ειρωνεία, και πόσο ενδιαφέρουσα επιλογή σε μια ταινία από το (ακόμα πιο) νέο ρουμάνικο κύμα, ντεμπούτο του Μπογκντάν Μουρεσάνου, που κέρδισε και το πρώτο βραβείο στους Ορίζοντες του Φεστιβάλ Βενετίας.

Στο Βουκουρέστι του 1989 πλησιάζουν Χριστούγεννα - αλλά κανείς δεν χαίρεται. Συνηθισμένοι άνθρωποι περιμένουν με τρόμο την κάθε επόμενη στιγμή της ζωής τους, ασφυκτιώντας μέσα στο καθεστώς Τσαουσέσκου. Εξι από αυτούς, ένα ψηφιδωτό «κανονικότητας», έχουν ν' αντιμετωπίσουν από ένα συγκεκριμένο βάρος, καθώς οι πορείες τους διασταυρώνονται, χαλαρά, εν αγνοία τους σχεδόν. Ο Γκιέλου είναι εργάτης σε εργοστάσιο αλλά σήμερα το αφεντικό του αναθέτει να πάει να βοηθήσει σε μια μετακόμιση. Μετακομίζει η Μαργκαρέτα, μεγάλη σε ηλικία, που αναγκάζεται να φύγει από το σπίτι, τις συνήθειες και τις αναμνήσεις μιας ζωής, γιατί κατεδαφίζεται. Δύσκολα θα προσαρμοστεί στο μοντέρνο διαμέρισμα που τής νοίκιασε ο γιος της, ο Γιονούτ. Εκείνος είναι αστυνομικός και στη ρουτίνα της μέρας του είναι η ανάκριση ενός φοιτητή, του Λαουρέντι, ύποπτου για αντικαθεστωτική δράση. Ο μπαμπάς του Λαουρέντι, ο Στέφαν, ίσως μπορεί να μεσολαβήσει για ευνοϊκή μεταχείριση: είναι διευθυντής παραγωγής στο κρατικό τηλεοπτικό κανάλι. Η εορταστική, χριστουγεννιάτικη εκπομπή που με κόπο ετοίμασαν πάει στα σκουπίδια, η κεντρική παρουσιάστρια μόλις αυτομόλησε στη Δύση. Η αντικαταστάτριά της, η ηθοποιός Φλορίνα, δυσκολεύεται να πει τα λόγια που δοξάζουν τον δικτάτορα και, επιπλέον, αγωνιά για τα λιγοστά νέα που έρχονται, πειρατικά, από την Τιμισοάρα: αληθεύει ότι οι κάτοικοι επαναστάτησαν και η αστυνομία έβαψε την πόλη στο αίμα;

Ο Μουρεσάνου επιλέγει ν' αφηγηθεί τη δραματική ιστορία του με χιούμορ, με μια ελαφρότητα που τις περισσότερες φορές λειτουργεί και απολαυστικά και λυτρωτικά. Τοποθετεί τους ήρωές του, ήδη εγκλωβισμένους από το καθεστώς, σ' ένα στριμωγμένο κάδρο 4:3 και τους παρακολουθεί, πιο στενά κι από την Σεκιουριτάτε, με την κάμερα στο χέρι. Εκείνοι θα κάνουν γκάφες, θα ερωτευτούν ή θα χωρίσουν, θα κλάψουν ή θα παρανοήσουν, θ' ανοίξουν το παράθυρο και θα τραγουδήσουν δυνατά αψηφώντας την παγωνιά και τους καταδότες, μ' αυτό το συνδυασμό θλίψης και γέλιου που χαρακτηρίζει τη ζωή στο όριο της αντοχής, την ανθρώπινη αντίδραση στην καταπίεση που κάποιες φορές είναι ηρωική, κάποιες κωμική, όλες αληθινή.

Το μοντάζ της ταινίας, ο ρυθμός της, χάνει τη σπιρτάδα του μετά την πρώτη γνωριμία με τους χαρακτήρες, οι αλλεπάλληλες εναλλαγές προσώπων και σημείων εστίασης πριν καλά-καλά καταλάβουμε το διακύβευμα χαλαρώνει για ένα διάστημα το ενδιαφέρον, αλλά στο τελευταίο μέρος η ταινία απογειώνεται συναρπαστικά και συγκινητικά. Τα πάντα βγάζουν νόημα, τα πρόσωπα συναντιούνται, αν όχι στο δρόμο, σίγουρα στις προθέσεις, κι η κάθαρση πλησιάζει βροντερά, ενώ οι θεατές (οι λίγο διαβασμένοι στην ιστορία), ώρα τώρα, χαμογελούν ή βουρκώνουν, γνωρίζοντας γιατί αυτή η «νέα χρονιά» δεν ήρθε ποτέ ή, τουλάχιστον, δεν ήρθε με τον τρόπο που αναμενόταν. Ενα πανέξυπνο και πανέμορφο ντεμπούτο, μια ταινία που κάθεται στην καρδιά σα στολίδι σε χριστουγεννιάτικο δέντρο.