Περίπου όλα τα μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα του Στίβεν Κινγκ έχουν τις αρετές τους (ή είναι αριστουργήματα). Δεν ισχύει πάντα το ίδιο και με τις κινηματογραφικές μεταφορές τους, ειδικά όταν έρχονται στην οθόνη με μια συγκεκριμενοποίηση που τόσο αδικεί την πολυπλοκότητα του κειμένου.
Ο τίτλος αυτής εδώ της ταινίας, βασισμένης στο ομότιτλο μυθιστόρημα του νεόκοπου, τότε, Στίβεν Κινγκ του 1979, είναι απολύτως κυριολεκτικός, είναι ολόκληρη μια «μακριά πορεία», ζοφερή και μοιραία. Στον κόσμο μας του κοντινού μέλλοντος (σ' αυτές τις περιπτώσεις εννοούμε πάντα... την Αμερική), ο οποίος έχει μεταπηδήσει σ' ένα απολυταρχικό καθεστώς, κάθε χρόνο κληρώνονται πενήντα έφηβοι, αγόρια μόνο, για να πάρουν μέρος σ' ένα αγώνισμα, τη «Μακριά Πορεία». Οι κανόνες απλοί. Πρέπει να διανύσουν χιλιόμετρα, περπατώντας με σταθερή ταχύτητα: όποιος σταματήσει ή, απλώς, χάσει το τέμπο του (γιατί κουράστηκε, χτύπησε, θέλει τουαλέτα), λαμβάνει πρώτη και δεύτερη προειδοποίηση. Την τρίτη φορά εκτελείται εν ψυχρώ. Νικητής ο τελευταίος επιζών, με βραβείο να πραγματοποιηθεί η μία, οποιαδήποτε, ευχή του.
Στη «χρονιά μας» αγωνίζονται αγόρια που καλύπτουν δειγματοληπτικά όλη την γκάμα της απαραίτητης συμπερίληψης. Ο λευκός, ο μαύρος, ο αυτόχθων Αμερικανός, ο ασιατικής καταγωγής, ο γκέι, ο στο φάσμα του αυτισμού, ο jock, ο τρομολάγνος, ο ευαίσθητος και ούτω καθεξής. Βασικοί πρωταγωνιστές ο λευκός, όχι σούπερ αθλητικός, Ρέι (που, ναι, κρύβει ένα μυστικό, όπως πολύ νωρίς δηλώνει) και ο κουλ, καλόκαρδος Αφροαμερικανός Πίτερ. Εάν κανείς υποθέσει ότι οι δυο τους θα φτάσουν μακριά, θα πέσει μέσα. Γενικώς, όποια ευκολία σεναριακή υποθέσει κανείς, θα πέσει μέσα, σ' ένα φιλμ μονοκόμματο, μονοδιάστατο και προβλέψιμο.
Η μακριά πορεία της πλοκής ξετυλίγεται σε λούπα: διάλογος Ρέι και Πίτερ, περπάτημα, περπάτημα, προειδοποίηση σε κάποιον νέο, πυροβολισμός, μυαλά στην άσφαλτο, repeat. Διάλογος, περπάτημα, περπάτημα, εστίαση σ' έναν από τους άλλους χαρακτήρες, προειδοποίηση, πυροβολισμός, μυαλά στην άσφαλτο, repeat. Και δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν. Με την κάμερα να τους κοιτάζει είτε από μπροστά, είτε από πίσω, είτε από το πλάι. Εμπνευση μηδέν.
Κανένα επιπλέον νόημα δεν υπάρχει στ' αλήθεια στο «The Long Walk», τίποτε δεν συμβαίνει και δεν υπονοείται που δεν διατυπώθηκε τόσο καλύτερα στο ιαπωνικό «Battle Royale» του Κίνγκι Φουκασάκου πριν 25 χρόνια, ή και σ' αυτά, ακόμα, τα «Hunger Games» που, τι κρίμα, σκηνοθέτησε επίσης ο Φράνσις Λόρενς. Και όχι, ας μην πούμε ότι πρόκειται για μια αλληγορία για την Αμερική του Τραμπ, γιατί τελικά, αν θέλει κανείς, μπορεί οτιδήποτε να ταιριάξει σ' αυτόν τον χαρακτηρισμό. Πρόκειται για μια ταινία ανηλεούς αντρίλας, κοινότυπης, στο πλαίσιο του σινεμά φαντασίας, δράσης και αναίτιας επαναληπτικότητας. Τουλάχιστον, ας είχε ένα ωραίο τοπίο να χαζεύουμε περπατώντας.