Οσο κι αν προσπαθήσει κάποιος να σας περιγράψει τι ακριβώς είναι το «The Loner», δεν ξέρουμε αν υπάρχουν πραγματικά λόγια που να δίνουν την αίσθηση ενός «κάτι» που σίγουρα δεν είναι ταινία και σίγουρα δεν είναι οτιδήποτε θα ήθελε να είναι - παρωδία, spoof, σχολική παράσταση, μια σπουδή πάνω στην arte povera, στο povera γενικώς ή οτιδήποτε σας έρθει στο μυαλό που να προσομοιάζει με τη «φτήνια» και το «τίποτα».

Περισσότερο προς το «τραγωδία» μεριά, με την πραγματικά κυριολεκτική έννοια αυτού του «κάτι» που αν συνεχίζει για πολύ να εκτίθεται μπροστά στα μάτια σου μπορεί να πάθεις ψυχωσικά επεισόδια προκαλούμενα από την παντελή έλλειψη αισθητικής και χιούμορ, το «The Loner» πάσχει από την ίδια σύγχυση που επικρατεί προφανώς στον δημιουργό του, καθώς αυτό που έχει φτιάξει, αρχικά δεν το έχει φτιάξει. Εχει επιχειρήσει να το φτιάξει, μένοντας στο έχει (και χωρίς να φτάνει ποτέ στο «επιχειρήσει να το φτιάξει») και πιάνοντας το νήμα από εκεί ολοκληρώνει (με επώδυνο τρόπο για τον θεατή) ένα «ό,τι να ναι» που αναφέρεται στο σπαγγέτι γουέστερν, στο ελληνικό μελόδραμα και σε αυτοσχέδια σκετς γυρισμένα με το κινητό ανάμεσα σε κάγκουρες.

Η υπόθεση - που παραδόξως υπάρχει - αφορά έναν φωτογράφο που στο Τέξας του 1923 βλέπει την έγκυο γυναίκα του να δολοφονείται άγρια από μια συμμορία και μεταμορφώνεται σε έναν εκδικητή με σκοπό να πάρει πίσω το αίμα και την τιμή της.

Τα ερωτήματα που προκαλούν οι παραπάνω τρεις αράδες της υπόθεσης είναι τόσα πολλά (ας αφήσουμε το γεγονός ότι η ταινία διαδραματίζεται στο Τέξας - που πέφτει πιθανά προς Λειβαδιά μεριά…), που μην περιμένετε να απαντηθούν ή, πριν από αυτό, να τεθούν. Ούτε καν. Αφού ο Τάκης Βογόπουλος, εξπέρ σε προσομοιώσεις ταινιών (δείτε εδώ με δική σας ευθύνη) δίνει εδώ «πόνο» με κάτι που συνεχίζει και συνεχίζει (και συνεχίζει) να σκορπάει κακά αγγλικά (και ισπανικά, αλλά και ελληνικά), γκριμάτσες σαν να βρισκόμαστε σε ταινία του βωβού σινεμά, αναχρονισμούς άνευ προηγουμένου και επομένου, κακοφωτισμούς και λοιπά μηδενικής αισθητικής σκηνικά, αλλά και ζεϊμπέκικα που δίνουν νοστιμιά στο σπαγγέτι σαν να ήταν τριτοκλασάτη (και πολύ λέμε) γραβιέρα φάρμας από την ελληνική επαρχία.

Η ειρωνεία (που διακρίνετε και στο κείμενο) προκαλείται στον θεατή κυρίως από το γεγονός πως ο Βογόπουλος δεν μπορεί να πείσει ούτε ότι η ταινία του είναι εκεί για να «σπάσει πλάκα», ούτε όμως για να ενδιαφέρει κανέναν - σχεδόν ούτε τον ίδιο. Η ελπίδα του να ανακηρυχθεί το «The Loner» ως «μελλοντικό (ή ιnstant) cult» από αυτόκλητους σωτήρες του κακού σινεμά, επίσης προμηνύεται χλωμή όσο τα «χλωμά πρόσωπα» που δεν πρωταγωνιστούν εδώ.

Μια σειρά άτεχνων (ό,τι λέξη χρησιμοποιούμε μοιάζει ευφημισμός) σκηνών που μοιάζουν φτιαγμένες από μια παρέα που κάπως έχει ευθυμήσει και λέει «δεν κάνουμε ένα γουέστερν». Αυτό είναι το «The Lοner». Η παρέα τους χαζεύει (επειδή είναι και οι υπόλοιποι λίγο «εύθυμοι») αλλά κανείς δεν γελάει μέχρι που σταματάνε. Ε, εδώ δεν σταματάνε, για βασανιστικά 80 λεπτά, προκρίνοντας και καλά την «ανεξαρτησία» του πρότζεκτ ως μια κάποια υπεραξία ενώ, ας μην κρυβόμαστε, βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι που οριακά προσβάλλει, περισσότερο και από την αισθητική, τη νοημοσύνη μας.