Ο «Χορός των Επτά Πέπλων» είναι μια πράξη απογύμνωσης, αλλά και εξουσίας. Στη βιβλική ιστορία, η Σαλώμη γοητεύει με την κίνησή της, ξετυλίγοντας ένα-ένα τα πέπλα που κρύβουν το σώμα της, μέχρι να διεκδικήσει το έπαθλό της: το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή. Είναι μια πράξη αποπλάνησης, αλλά και εκδίκησης ένα παιχνίδι ανάμεσα στον έλεγχο και την υποταγή. Ο Ρίχαρντ Στράους, μεταφέροντας την ιστορία στην όπερά του, έδωσε στη Σαλώμη μια σκοτεινή, σχεδόν στοιχειωτική διάσταση, με τη μουσική να στροβιλίζεται όπως τα πέπλα της, πνίγοντας σταδιακά την ηρωίδα μέσα στον ίδιο της τον πόθο.

Σε αυτό το φορτισμένο πλαίσιο έρχεται να τοποθετηθεί το «Επτά Πέπλα» του Ατόμ Εγκογιάν, μια ταινία που δεν αφηγείται απλώς την ιστορία μιας παράστασης της Σαλώμης, αλλά χρησιμοποιεί το ίδιο το έργο ως αντανάκλαση της ψυχικής κατάστασης της ηρωίδας της. Η Τζανίν (Αμάντα Σέιφριντ) καλείται να σκηνοθετήσει την όπερα, αλλά όσο περισσότερο εμβαθύνει στο έργο, τόσο περισσότερο το παρελθόν της διεκδικεί χώρο μέσα στο παρόν της. Οπως η Σαλώμη, έτσι κι εκείνη χάνει τον εαυτό της μέσα στο ίδιο της το αφήγημα, προσπαθώντας να ξεδιαλύνει τι ανήκει στην τέχνη και τι στη ζωή της. Και όπως στη Σαλώμη, έτσι κι εδώ, το τίμημα της αποκάλυψης ίσως να είναι πιο βαρύ από όσο αντέχει.

Η σκηνοθέτης θεάτρου Τζανίν έχει αναλάβει την αναβίωση του πιο διάσημου έργου του πρώην μέντορά της και εραστή της, την όπερα «Σαλώμη». Ενώ εργάζεται στην παραγωγή του έργου, το οποίο αφορά στο τραύμα της πρωταγωνίστριας Σαλώμης, η Τζανίν πρέπει να επαναδιαπραγματευτεί αρκετές σχέσεις στη ζωή της. Ταυτόχρονα, το ταξίδι της διασταυρώνεται με αυτό αρκετών μελών του συνεργείου με απροσδόκητους τρόπους. Καθώς η βραδιά έναρξης πλησιάζει, αυτές οι διάφορες επιθυμίες και φιλοδοξίες αρχίζουν να συγκρούονται και η ιστορία της Σαλώμης αποκτά νέο νόημα για την Τζανίν.

Ο Εγκογιάν χτίζει έναν κόσμο όπου η τέχνη και η πραγματικότητα διαρκώς αλληλοεπικαλύπτονται, όταν μια νεαρή σκηνοθέτης με φαινομενικά σταθερό έλεγχο της τέχνης της, καλείται να αναλάβει μια παράσταση που κουβαλάει τις αναμνήσεις του πρώην μέντορα – και εραστή – της. Η ταινία κινείται ανάμεσα στις πρόβες και τις προσωπικές της στιγμές, με τη σκηνοθεσία του Εγκογιάν να δημιουργεί μια αίσθηση εγκλωβισμού: η κάμερα κινείται σφιχτά γύρω από τη Τζανίν, σαν να βρίσκεται συνεχώς υπό επιτήρηση, ενώ οι φωτισμοί στις πρόβες παίζουν με τις σκιές και τις αντανακλάσεις, ενισχύοντας την αίσθηση μιας εύθραυστης ψυχικής κατάστασης.

Ομως το «Επτά Πέπλα» δεν είναι μια «εύκολη» θεματικά ταινία. Ο Εγκογιάν καταπιάνεται με ζητήματα όπως η ιδιοκτησία της τέχνης, η σεξουαλική παρενόχληση και η προσπάθεια ενός καλλιτέχνη να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά του μέσα από την ίδια του τη δουλειά. Οπως και στο «Exotica», έτσι κι εδώ, ο χρόνος λειτουργεί σαν ένας φαύλος κύκλος όπου το παρελθόν και το παρόν αναμειγνύονται.

Στον πυρήνα της όμως υπάρχει ένα καθολικά υπαρξιακό ερώτημα για το αν μπορούμε να ξαναγράψουμε την ιστορία μας ή αν είμαστε καταδικασμένοι να παίζουμε ξανά και ξανά τους ίδιους ρόλους. Ο τρόπος που η Τζανίν ερμηνεύει τη Σαλώμη αντικατοπτρίζει τη δική της εσωτερική σύγκρουση. Οπως η βιβλική ηρωίδα που χορεύει το «Χορό των Επτά Πέπλων», αποκαλύπτοντας σταδιακά τον αληθινό της εαυτό, έτσι και η Τζανίν βρίσκεται σε μια διαδικασία απογύμνωσης, όπου το παρελθόν της που την στοιχειώνει επιστρέφει να την υποτάξει με ακατανίκητη δύναμη.

Οπτικά, η ταινία χαρακτηρίζεται από την κλασική ψυχρή αισθητική του Εγκογιάν, με αυστηρά κάδρα και χρωματικές παλέτες που ενισχύουν το αίσθημα απομόνωσης και συναισθηματικής απόστασης, με τι μη γραμμική αφήγηση, που εναλλάσσει το παρόν με φλασμπάκ στο παρελθόν, να δημιουργεί μια θολή, σχεδόν ονειρική ατμόσφαιρα όπου τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και μνήμης συγχέονται.

Σε αυτή τη μυσταγωγική ατμόσφαιρα της αποπλάνησης και της μνήμης, η Σέιφριντ, ως μια ιέρεια του χορού αυτού, προσφέρει μια ερμηνεία με βάθος και ευαισθησία. Η Τζανίν της δεν είναι μια γυναίκα που καταρρέει υπό το βάρος των αναμνήσεών της – είναι κάποια που παλεύει να διατηρήσει τον έλεγχο, ακόμη κι όταν όλα μέσα της δείχνουν να διαλύονται. Στις σιωπές της, στα βλέμματά της που χάνονται στον χώρο, στις στιγμές όπου η φωνή της σπάει αλλά δεν λυγίζει, η Σέιφριντ δημιουργεί έναν χαρακτήρα που αισθάνεται αληθινός, τραγικός αλλά και δυνατός. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, όπως η Κλέα (Ρεμπέκα Λίντιαρντ), συμπληρώνουν το πορτρέτο ενός θεατρικού κόσμου όπου τα όρια εξουσίας και προσωπικών σχέσεων είναι θολά. Ο Εγκογιάν σχολιάζει, έστω και με λεπτές πινελιές, το πώς η δυναμική της εκμετάλλευσης μπορεί να εμφυτευτεί στον καλλιτεχνικό χώρο και να μετατραπεί σε κανόνα.

Κι όταν πέφτει η αυλαία στο «Επτά Πέπλα», δεν υπάρχει ξεκάθαρη λύση – μόνο η αίσθηση ότι κάτι ανεπανόρθωτο έχει συμβεί. Ο χορός μπορεί να έχει τελειώσει, αλλά τα πέπλα που έπεσαν δεν μπορούν να σηκωθούν ξανά. Και αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη τραγωδία της ταινίας: ότι η αλήθεια, όταν αποκαλυφθεί, δεν μπορεί να ξεχαστεί.