Το διαζύγιο έχει μόλις γίνει νόμος του κράτους στην Ισπανία της δεκαετίας του ’80. Δεν είναι όμως - τουλάχιστον ακόμη - επιλογή για τη Μαρί, μια γυναίκα που ζει στη Σεβίλλη, μαζί με τα δυο ανήλικα παιδιά της και τον σύζυγό της. Και αυτή η ταινία δεν είναι καν η ιστορία της, αφού η οπτική γωνία ανήκει στην Ρίτα του τίτλου, ένα επτάχρονο κορίτσι που αφουγκράζεται με όλες του τις αισθήσεις τον κόσμο γύρω της, αλλά κλείνει μάτια και αυτιά κάθε φορά που στο σπίτι ο πατέρας ανεβάζει τα ντεσιμπέλ της φωνής και της… πατριαρχίας του.
Στην πρώτη της σκηνοθετική απόπειρα η Παθ Βέγκα, Ισπανίδα ηθοποιός που έγινε διεθνώς γνωστή στις αρχές του 2000 με δύο ταινίες, το «Σεξ και η Λουτσία» του Χούλιο Μέντεμ του και το «Μίλα της» του Πέδρο Αλμοδοβάρ, αφηγείται, προφανώς, μια αυτοβιογραφική ιστορία μέσα από τα μάτια ενός παιδιού με φόντο τη Σεβίλλη που κινείται στους ρυθμούς του ευρωπαϊκού ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος του 1984. Γνώριμο και σχεδόν πάντα αποτελεσματικό τέχνασμα που δίνει την ευκαιρία για μια επιστροφή στη νοσταλγία με ένα γεγονός που όσοι το έζησαν δεν το ξεχνούν ποτέ και μαζί μια ωδή στην αθωότητα, αλλά και το πώς αυτή διαβρώνεται αργά και αποκαλυπτικά από την πραγματικότητα που εισβάλλει μέσα στην ονειρική ζωή των παιδιών.
Τίποτα δεν προμηνύει αυτό που θα ακολουθήσει όταν η ταινία ξεκινά, την πρώτη μέρα μετά το τέλος του σχολείου, με την Ρίτα και τον 5χρονο Λόλο να χουζουρεύουν στο κρεβάτι και να ονειρεύονται διακοπές στη θάλασσα. Τίποτα, εκτός από μια ανησυχητική σιωπή που μπερδεύεται με την ραστώνη του καλοκαιριού και εκείνο το βλέμμα της μητέρας τους που παραμένει φροντιστικό αλλά πάντα ανήσυχο, μελαγχολικό, σχεδόν θλιμμένο, σαν να υπομένει μια ζωή απλά και μόνο επειδή δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Η Ρίτα καταλαβαίνει. Αλλά προτιμά να στρέφει το βλέμμα της αλλού. Στα αυτοσχέδια παιχνίδια της, στη γνωριμία της με ένα αγόρι της γειτονιάς, με τη μεγάλη της επιθυμία να μετατρέψει τον πατέρα της σε κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι.
Μέρος της μεγάλης παράδοσης των παιδικών ταινιών - στις οποίες η Ισπανία έχει διαπρέψει, κρατώντας και μια θέση ανάμεσα στις σπουδαιότερες από αυτές με το «Πνεύμα του Μελισσιού» του Βίκτορ Ερίθε - το «Ρίτα» δεν έρχεται να προσθέσει τίποτα περισσότερο από μια τρυφερή και αισθητικά υποβλητική ατμόσφαιρα που μπλέκει την ανάμνηση με τη διαχρονικότητα και το βίωμα με την οικουμενικότητα. Βινιέτες ενός καλοκαιριού που κυλάει αργά - όπως όλα; - διαδέχονται η μία την άλλη, καθώς αργά και εκτός πλάνου η βία υποβόσκει, δεν γίνεται όμως ποτέ το αντίβαρο στην τρυφερή ποιητική αφήγηση καταλήγοντας και σε ένα υπερβολικά - για τις εντάσεις της υπόλοιπης ταινίας - δραματικό φινάλε.
Θέλοντας να αφήσει το παιδικό βλέμμα να ανακαλύψει τη βία μέσα στην καθημερινότητα, η Παθ Βέγκα παρασύρεται από το νατουραλισμό της μικρής της πρωταγωνίστριας (στο ρόλο η μικρή Σοφία Αλεπούζ) και στρέφει και αυτή το βλέμμα της περισσότερο στην καθημερινότητα ενός παιδιού που προσπαθεί να γίνει κυρίαρχος του χώρου και του χρόνου του, με άμυνα τη φαντασία. Οι σκηνές μοιάζουν συχνά υπερβολικά γραμμένες, το μοτίβο της «κακοποίησης» επαναλαμβάνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και τόσο «εκτός κάδρου» που τελικά χάνεται, η Παθ Βέγκα κλέβει στιγμές μέσα στη μονότονη ερμηνεία της ως μια γυναίκα που έχει χάσει το παιχνίδι της αυτοκυριαρχίας της, το μήνυμα περνάει ακόμη και χωρίς την γραπτή αναφορά μετά το φινάλε και αυτό που τελικά μένει είναι μόνο μια ταινία που έχεις ξαναδεί και που σου φέρνει στο στόμα εκείνη τη γλυκόπικρη γεύση σαν αυτή που έχει καμία φορά η απότομη ενηλικίωση - σίγουρα όχι κάτι σημαντικότερο ή μεγαλύτερο, όπως ίσως επιθυμούσε η δημιουργός του.