Είναι η δεύτερη φορά που ο Πάολο Σορεντίνο, για πάντα αγαπημένος χάρη στην «Τέλεια Ομορφιά» του, κατεβαίνει στον ιταλικό Νότο, στην πατρίδα του, τη Νάπολη, μετά το «Χέρι του Θεού». Κι είναι μάλλον η πρώτη όπου ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος τοποθετεί στο κέντρο της ιστορίας του μία γυναίκα - ίσως και γι' αυτό παραμένει «θαμπωμένος» με μια παλιομοδίτικη έννοια, σχηματικός σαν έναν πληθωρικό παππού που αφηγείται ιστορίες σαγηνευτικές, που όμως χρειάζονται ξεσκόνισμα.
Ηρωίδα είναι, φυσικά, η Παρθενόπη. Από τη μια η Νάπολη, που οι Ελληνες της αρχαιότητας έτσι είχαν ονομάσει. Από την άλλη μια κοπέλα, που γεννιέται μέσα στην αγκαλιά της θάλασσας, στον κόλπο της Νάπολης, ακριβώς κάτω από τη χαραγμένη από τον χρόνο βίλα της οικογένειας, και που γίνεται η οδηγός μας για επτά δεκαετίες, ως το σήμερα. Η Παρθενόπη-πόλη και η Παρθενόπη-γυναίκα γίνονται ταυτόσημες, καθώς επιβιώνουν, λάμπουν, μαγεύουν, όσο ο καιρός περνά από πάνω τους.
Σε μια πόλη όπου οι ταξικές διαφορές είναι πιο προβεβλημένες και η παρακμή, όσο γοητευτική, είναι έκδηλη σε κάθε γωνία, μεγαλώνει ένα κορίτσι-άγγελος που στη ζωή του είναι πάντα καλοκαίρι. Με το καλλιεργημένο, χαρισματικό μάτι του Σορεντίνο και τη φωτογραφία τής Ντάρια Ντ' Αντόνιο, το κάθε πλάνο, αριστοκρατικά δομημένο και κορνιζαρισμένο, σε κάνει να λαχταράς να βουτήξεις μέσα του, να το κρατήσεις πάνω σου σαν το νεανικό μπικίνι με το οποίο η Παρθενόπη μοιάζει να ζει ως τα 20. Στις δεκαετίες που περνούν συνυφαίνονται η διανόηση και το σώμα, ο ερωτισμός και ο ανταγωνισμός του, η απόκτηση και η απώλεια, η ομορφιά κι η δύναμή της κι η μελαγχολία της, θεματικές που πάντα βρίσκονται στο σινεμά του Σορεντίνο. Πέρα, όμως, απ' αυτό, ο Σορεντίνο ακολουθεί μια επεισοδιακή καταγραφή της ζωής τής Παρθενόπης του και της οικογένειάς της, η οποία δεν αντέχει να στηρίξει τις σχεδόν δυόμιση ώρες της ταινίας, ούτε και τη σοβαρή εμπλοκή μας.
Το καστ του μοιάζει επίσης μ' έναν τρόπο διακοσμητικό: η πρωταγωνίστρια Τσελέστε Νταλα Πόρτα είναι πράγματι πανέμορφη, μάλιστα με τον γνώριμο, φυσικό, οικείο ιταλικό τρόπο, μια ακαταμάχητη κοπέλα της διπλανής πόρτας που σε κάνει να ονειρεύεσαι - αλλά όχι να σκέφτεσαι πάρα πολύ. Η παρουσία του Γκάρι Ολντμαν είναι ελαφρώς ανεξήγητη, καθώς ενσαρκώνει έναν απογοητευμένο από τη ζωή ομοφυλόφιλο Αμερικανό συγγραφέα, που μιλά με την πλούσια βρετανική προφορά του. Η εμφάνιση τής θρυλικής Στεφανία Σαντρέλι που ολοκληρώνει τον κύκλο του μίτου της αφήγησης, ως Παρθενόπη στη δύση της ζωής της, είναι από μόνη της συγκινητική, αλλά όχι ουσιαστική.
Με τον ίδιο τρόπο, σε ολόκληρη την ταινία, ό,τι προσωπικό, βιωματικό, φιλοσοφικό ακόμα, τυλίγεται σ' ένα πέπλο εστετισμού, επιδειξιομανίας, αυταρέσκειας. Το λαίμαργο βλέμμα του Σορεντίνο πάνω στις γυναίκες, τους άντρες, τη θάλασσα, τα παλιά αρχοντικά, τα ημιφωτισμένα καλντερίμια, τα πυροτεχνήματα, το χάρισμά του να παγιδεύει έντονες, γεμάτες χλιδή και ρομαντισμό, εικόνες, αυτό ακριβώς που εξύψωσε το «La Grande Bellezza», μπουρδουκλώνεται σε μια αφήγηση φλύαρη, γεμάτη αφορισμούς και αμπελοφιλοσοφίες. Κι αν η πόζα και η αποστομωτική ατάκα υπήρξε ευαγγέλιο για όσους, σαν και τον Σορεντίνο, μεγαλώσαμε στα '90ς, σήμερα απλώς "σαβανώνουν" την Παρθενόπη και την ιστορία της, κάνοντάς την μια παρατηρήτρια και παρατηρούμενη χωρίς βάθος.
«Συνειδητοποιείς την αναστάτωση που προκαλεί η ομορφιά σου;», ρωτά ο σιτεμένος συγγραφέας τη δροσερή Παρθενόπη. Κι αυτό, μ' έναν τρόπο, είναι το α και το ω ολόκληρης της ταινίας. Αλλά για ένα φιλμ με πραγματική δύναμη κι όχι μόνο αντανακλαστική επιθυμία του ωραίου, χρειάζονται πολλά ακόμα γράμματα.