Στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, ο Ντάνιελ Μπόλντα μοιάζει να κάνει μια κατάθεση ψυχής, εξαιρετικά γοητευτική, ακόμα κι αν από τη μέση και μετά χάνει το δρόμο της στο δάσος και στο τσίπουρο.

Ο ήρωάς του είναι ο Στέλιος, ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος με την τραχύτητα και την τρυφερότητα ενός δέντρου, γειωμένος και με το βλέμμα ψηλά. Πόσο ταιριαστό, μια και ο Στέλιος είναι ορεσίβιος, παρότι ονειρεύεται καλοκαιρινούς ουρανούς και θάλασσες. Δάσκαλος μουσικής στο σχολείο του κυκλωμένου από έλατα χωριού, ζει μόνος στο (σκηνογραφικά ζηλευτό) σπιτάκι του, με παρέα πότε-πότε τον Παντελή και τους ντόπιους κυνηγούς. Γυναίκα ούτε για δείγμα (λίγο τα χέρια της Ελένης όταν σερβίρει στο καφενείο, ή της κυρίας που συνοδεύει τη χορωδία στο πιάνο), εκτός από τη Μαρία. Τη σκύλα του Στέλιου, τη μοναδική συντροφιά του, την αγάπη του. Που θέλει να την τρέφει σωστά με ψαράκι και να της φτιάχνει παιχνίδια. Σε μια σχέση ανιδιοτέλειας και πίστης, που σε κάνει να θέλεις να είσαι η τετράποδη τσοπάνα Μαρία κι ο Στέλιος να σε λέει «κορίτσι μου».

Η Μαρία είναι το μόνο πλάσμα που, μάλλον, κρατάει τον Στέλιο από τ' όνειρό του, ν' αφήσει το βουνό και το σπίτι της μάνας του, τις ρίζες, την παρελθούσα οικογένεια, τη μοναξιά και το χιόνι και να πάει Μαλδίβες, στον ήλιο και στη θάλασσα όπου όλα θα είναι καλά. Μόνο που μια μέρα ο Στέλιος θα δει στο δάσος ένα πράγμα, σαν δέντρο, αλλά όχι δέντρο, μια αλλόκοτη ύπαρξη με πρόσωπο από φλοιό αρχαίου κορμού και λουλουδάκια στο κεφάλι. Και τότε, η Μαρία θα εξαφανιστεί κι όλα θα γυρίσουν ανάποδα.

Αν ο Μπρεσόν και οι Κοέν έκαναν μαζί μια ταινία, κάπως έτσι θα έμοιαζε, πιθανότατα με πιο γερό σενάριο. Στο πρώτο μέρος της ταινίας, ο Μπόλντα φτιάχνει μαγείες. Ανατρέχει στο αρχέγονο για να δώσει το στίγμα του υπαρξιακού αδιέξοδου, κατασκευάζει ένα σύμπαν από ψυχρά στοιχεία και τους δίνει γλυκύτητα και οικειότητα, δίνει κατεύθυνση στην ασπρόμαυρη φωτογραφία του Εβαν Μαραγκουδάκη και στη μουσική του Γιάννη Βεσλεμέ που, μαζί, παίρνοντας υλικά από το φιλμ και τις μελωδίες του παρελθόντος, κάνουν κάτι σχεδόν διαχρονικό, κλασικό, με μια υποψία ανησυχίας. Το δάσος έχει πάντα τη δική του ζωή, τουλάχιστον στο σινεμά, όμως ο Μπόλντα κάθεται πάνω στη γνώριμη ταυτότητα αφηγηματικών δεδομένων και τ' ανατρέπει, όπως κάνει η ζωή. Στην ταινία του, ο τρόμος δεν είναι τρομακτικός, είναι κομμάτι της φύσης, έχεις το χρόνο να τον παρατηρήσεις και να τον αποφορτίσεις και να τον αφήσεις να λικνιστεί με ωραία τραγουδάκια. Και τα δομικά στοιχεία μιας ταινίας φολκ τρόμου απλώνονται στο χώμα και γίνονται βίωμα (τίποτα πιο τρομακτικό από αυτό), που μιλά για ανεκπλήρωτα όνειρα, για ευάλωτες συναισθηματικές συνδέσεις που πρέπει να σπάσουν για ν' απελευθερωθείς, για την αγωνία της επιθυμίας, της ζωής και του θανάτου.

Από ένα σημείο και μετά, βέβαια, αυτό το βουκολικό παραμύθι ο Μπόλντα δεν το οδηγεί σθεναρά εκεί που θέλει. Παύσεις και διαλείμματα που μοιάζουν με ωραίες ιδέες που υποχρεωτικά πρέπει να ενσωματωθούν στην ταινία, δεν οδηγούν κάπου, ούτε δημιουργούν κάποιο νέο συναίσθημα απ' όλα τα σημαντικά που έχεις νιώσει από την αρχή. Να κι ένα τσάμικο υπερβατικό, να κι ο Στέλιος που κόβει τα νύχια των ποδιών του με το χέρι, πραγματικά η πιο τρομακτική σκηνή όλης της ταινίας. Να και τα παιδάκια της χορωδίας με περιττό συμβολισμό, να κι ο Στέλιος που κραδαίνει την καραμπίνα που, όχι, δεν θα εκπυρσοκροτήσει. Το αφηγηματικό σκόρπισμα της απειρίας, σίγουρα. Ομως σε μια ταινία που ήδη τα έχει πει όλα, σ' έχει κάνει να την αγαπήσεις, να κοιτάξεις μέσα σου κι από πάνω σου και να σκεφτείς τη δική σου ζωή, πράγμα καθόλου μικρό. Και να την έχεις παρέα στα δικά σου ονειρικά ταξίδια σ' έναν καλύτερο κόσμο, όπου η καλύβα στο δάσος μπορεί να είναι μια ιστορία αγάπης, όπου το happy end υπάρχει, έστω κι αν ξεκολλάει στις άκρες σαν την καρτ ποστάλ του Μπάρτον Φινκ, κι όπου ο παράδεισος είναι μια βόλτα με το σκύλο σου στο πουθενά και στο παντού. Ή στις Μαλδίβες της οικουμενικής φαντασίωσης.