If it's good times you want,
Baby get your good times now, now, now,
Baby don't you wait too long,
Tomorrow may not be your day
Οι στίχοι του «Tomorrow may not be your day» του Taj Mahal, ενός από τα τραγούδια στο αριστουργηματικό soundtrack του «Licorice Pizza», θα μπορούσαν ν’ αποτελούν ολόκληρο το σενάριο της νέας ταινίας του Πολ Τόμας Αντερσον, ρομαντικής (αλλά όχι ρομαντικής κομεντί), καλιφορνέζικης, κολπατζίδικης, γεμάτης ενέργεια, με μια μελαγχολία της γνώσης του «μετά» στην καρδιά της, ηλιόλουστης και ζεστής σαν καλοκαιρινή μέρα: ταινία ενηλικίωσης, ναι, αλλά όχι τόσο των ηρώων της, όσο της αμερικανικής κουλτούρας, ύστερα από την κομβική δεκαετία του ‘70.
Ο Γκάρι Βάλενταϊν είναι 15 χρόνων, μεγαλώνει με την οικογένειά του στο Σαν Φερνάντο Βάλεϊ, στην Καλιφόρνια του 1973. Στο σχολείο, την ημέρα της φωτογράφισης για το ετήσιο λεύκωμα, θα γνωρίσει την Αλάνα, 25, προσωρινά βοηθό φωτογράφου, το κορίτσι που θα ερωτευτεί λαίμαργα και κεραυνοβόλα και θ’ αποφασίσει ότι μια μέρα θα παντρευτεί. Ο Γκάρι είναι γεμάτος αυτοπεποίθηση – ως τώρα παιδί-ηθοποιός-θαύμα που λίγο ξεπέρασε το ηλικιακό γκρουπ του και στρέφεται σε μια σειρά από επιχειρηματικές ιδέες. Η Αλάνα θα βγει μαζί του ραντεβού («αλλά δεν θα τα φτιάξουμε»), θα σταθεί δίπλα του σε κάθε άνοδο και μαλακή πτώση (σαν τιςπωλήσεις στρωμάτων νερού που θα… ξεφουσκώσει άγρια) κι οι δυο τους θα διανύσουν μια διαδρομή γεμάτη ζιγκ-ζαγκ προσέγγισης και απομάκρυνσης, στην Καλιφόρνια όπου όλοι ορκίζονται στο βωμό του θεάματος, στην Αμερική που αρχίζει να υποφέρει από την πετρελαϊκή κρίση, στον κόσμο που φεύγει από την εποχή της «αθωότητας» των παιδιών των λουλουδιών και οδεύει, αμήχανα, μέσα στη φούσκα της, προς τα golden boys της Γουολ Στριτ. Εγκλωβισμένοι στο ενδιάμεσο, ο Γκάρι κι η Αλάνα αρπάζονται με ενθουσιασμό από κάθε προοπτική που συναντούν, όχι αδιάφοροι για το μέλλον, αλλά σίγουροι ότι το έχουν ήδη κατακτήσει.
Επιλέγοντας πάντα το σύνθετο, το εγκεφαλικό, ο Πολ Τόμας Αντερσον γράφει και σκηνοθετεί μια ταινία που, με το πρόσχημα της ανάλαφρης εφηβικής κομεντί, χτίζει ένα καθαρά ιμπρεσιονιστικό πορτρέτο μιας εποχής. Εάν σε καμία περίπτωση μια σέξι 25χρονη δεν θα κοιτούσε έναν αδέξιο, όσο κι αν σίγουρο για τον εαυτό του, 15χρονο, τους ήρωες κάνουν πειστικούς οι ηθοποιοί, ο Αντερσον, η ίδια η πεποίθηση τής τότε και πάντα Αμερικής ότι μπορεί να καταφέρει ό,τι θελήσει και να περάσει και καλά. Εκείνος είναι ο Κούπερ Χόφμαν, γιος του Φίλιπ Σίμορ-Χόφμαν, με το πρόσωπο και τα χρώματά του να φέρνουν στο νου αναλαμπές του πατέρα του. Εκείνη είναι η Αλάνα Χέιμ, η μία από τις τρεις αδελφές Χέιμ, για την μπάντα των οποίων ο Αντερσον έχει σκηνοθετήσει πολλά μουσικά βίντεο και οι οποίες εμφανίζονται όλες στην ταινία, μαζί κι ο μπαμπάς κι η μαμά τους. Αυτοαναφορικό όχι, συμβολικό, ναι.
Η ταινία, αντλώντας ύφος από τον αγαπημένο του Ρόμπερτ Ολτμαν αλλά και από τον Αλαν Πάρκερ του «Bugsy Malone», είναι, άλλωστε, γεμάτη σύμβολα – διακριτικά, όχι πομπώδη, αλλά τόσο σημαντικά στην ουσία της. Πρώτος ο τίτλος, το όνομα ενός διάσημου στους «μυημένους» δισκάδικου στη Νότια Καλιφόρνια στα τέλη του ’70. Δεύτερο το σάουντρακ που, μαζί μ’ ένα πρωτότυπο τραγούδι του Τζόνι Γκρίνγουντ, συγκεντρώνει όλη τη ροκ, γκλαμ, ποπ λαμπερή μουσική της εποχής, από Donovan μέχρι Sonny & Share, που ντύνει την ωραιότερη σκηνή της με το «Let Me Roll it» του Πολ ΜακΚάρτνεϊ, που αφήνει γενναιόδωρα να παίξει ολόκληρο το «Life on Mars» του Μπάουι. Τρίτο, οι περιφερειακοί ήρωες, κλείσιμο ματιού (βουρκωμένου) στο αμερικανικό παρελθόν. Ο «βετεράνος» του Τομ Γουέιτς, που αρνείται να εγκαταλείψει το μεγαλείο της αρρενωπότητας, το ρίσκο του θανάτου. Ο Τζακ Χόλντεν του Σον Πεν, απομεινάρι των σταρ του ’50, τώρα μια (ξεκαρδιστική, αλήθεια), καρικατούρα του εαυτού του. Ο Τζον Πίτερς του Μπράντλεϊ Κούπερ (βασισμένος στον πραγματικό κομμωτή / παραγωγό που ενσάρκωσε ο Γουόρεν Μπίτι στο «Shampoo»), απομεινάρι του ’60, τσιτωμένος από την κόκα, χημικά ορμητικός, απολαυστικός αλλά παρωχημένος σ’αυτή τη δεκαετία. Ακόμα κι ο κύριος Φρικ του Τζον Μάικλ Χίγκινς, που προσφέρει αγνό γέλιο ως ιδιοκτήτης ιαπωνικού εστιατορίου που δεν γνωρίζει λέξη ιαπωνικά αλλά μιλά αγγλικά με ιαπωνική προφορά, είναι ένα σύμβολο της παγκοσμιοποίησης που ποτέ δεν κέρδισε η εσωστρεφής, στην πραγματικότητα, Αμερική – κι ας το σκεφτείς αφού σταματήσεις να γελάς με την καρδιά σου.
Ανάμεσα σ’αυτά τα σύμβολα, δίπλα στη φυσική σεροτονίνη των ηρώων του, πάνω από τα ξύλινα σπίτια, τους φοίνικες, τους ατελείωτους, πολυσύχναστους δρόμους, τα παγωτατζίδικα και τα diners και τα μαγαζιά με τις άφθονες φωτεινές επιγραφές, ο Πολ Τόμας Αντερσον κάνει τις σκηνοθετικές βόλτες του, τριπαρισμένες όπως πάντα (αν πρέπει αυτή η ταινία ν’ αναλογεί σε κάποια άλλη της φιλμογραφίας του, αυτή θα ήταν το «Punch-Drunk Love»), με τα χαρακτηριστικά του μεγαλειώδη τράβελινγκ που ξεδιπλώνονται σα μια λαχανιασμένη ανάσα. Και, μαζί μετον Μάικλ Μπόμαν, φωτίζει την ταινία του μ’ αυτό το σέξι, θερμό, καλοκαιρινό φως της ευτυχίας και του πάρτι, αυτό που, να το πούμε, στην Ελλάδα έχουμε ταυτίσει με το δίδυμο Αργύρη Παπαδημητρόπουλου – Χρήστου Καραμάνη.
Ομως αυτό το καλοκαίρι του ’73 δεν είναι νοσταλγικό, ο Πολ Τόμας Αντερσον δεν εξωραΐζει τους ήρωές του, ούτε τη χρονική στιγμή. Γι’ αυτό και ο Γκάρι κι η Αλάνα διαρκώς τρέχουν: εκείνη για να τον σώσει από τη φυλακή, εκείνος για να τη σώσει από ένα απότομο πέσιμο, κι οι δυο όταν αναζητούν ο ένας την παράδοξη ασφάλεια του άλλου. Σ’ ένα τρελό σπριντ που θ’ αναχαιτιστεί γρήγορα, θα χτυπήσει σε αδιέξοδο, μετά την ταινία, όταν η Αμερική θ’ αλλάξει, όταν η Αλάνα, ίσως, γίνει γραμματέας ή νοικοκυρά κι ο Γκάρι χρηματιστής, ή απογοητευμένος πωλητής. Για τον Αντερσον είναι προφανές ότι αυτό που ζουν, το τόσο δυνατό και παρορμητικό, είναι μια χίμαιρα, είναι μια διαδρομή που πατά στην προσποίηση, στην υπερβολική αισιοδοξία. Το Licorice Pizza σίγουρα έκλεισε, το ’80 σίγουρα ήρθε κι ο 15χρονος Γκάρι κι η 25χρονη Αλάνα μάς συστήθηκαν τη στιγμή που πέταξαν ψηλά, λίγο πριν πέσουν και τραυματιστούν. Ο Πολ Τόμας Αντερσον δεν κάνει μια ρομαντική κομεντί «μόνο». Κάνει μια ερωτική ταινία για τη μεγάλη του αγάπη, την αμερικανική κουλτούρα, αυτή τη φορά πριν το hangover, όταν τίποτε δεν ήταν αθώο αλλά όλα ήταν πιθανά. Μελαγχολική, επειδή κι εκείνος και το κοινό του γνωρίζουν αυτό το, καθοριστικό, «μετά».
Διαγωνισμός: Κερδίστε διπλά βινύλια του «Licorice Pizza». Πληροφορίες εδώ.