Μια Γαλλίδα σκηνοθέτης που, από το «Romance» του 1999 και το «Fat Girl» του 2001 ως το «Bluebird» του 2009, έχει χτίσει το όνομά της πάνω στη γυναικεία χειραφέτηση και το αχαλίνωτο πάθος, με απαγορεύσεις και λογοκρισίες και θεωρητικοποιήσεις της σεξουαλικής επιθυμίας, παρουσιάζει με το νέο της φιλμ ένα παλιομοδίτικο ρομάντζο με αδικαιολόγητα σεναριακά άλματα.

Διαβάστε τη συνέντευξη: Η Κατρίν Μπρεγιά δεν μασάει (τα λόγια της)

Η Αν, επιτυχημένη δικηγόρος, στην ηλικία, όπως η ίδια λέει στην ταινία, των 35 (ενσαρκώνει η Λεά Ντρικέρ, υπέροχη ηθοποιός αλλά όχι φαμ φατάλ και οπωσδήποτε όχι 35 Μαΐων), ζει μια εύπορη, πολυτελή ζωή, με τον επιχειρηματία (ξεκάθαρα λαμόγιο) σύζυγό της, Πιερ (ο Ολιβιέ Ραμπουρντέν με την τραχιά γοητεία) και τις δυο δίδυμες, υιοθετημένες από την Ασία, μικρές κόρες τους. Ο 17χρονος γιος του Πιερ, ο Τεό (ο Σαμιέλ Κιρσέρ με την όψη, κυρίως λόγω πλούσιας μπούκλας και κοιλιακών, ενός Νταβίντ ντι Ντονατέλο αλλά με τις υποκριτικές ικανότητες ενός αγάλματος), παιδί ατίθασο, αναγκάζει τη μητέρα του να τον στείλει πακέτο για το καλοκαίρι στο σπίτι του μπαμπα. Εκεί, ανάμεσα στην Αν και τον Τεό, θα ξυπνήσει πρώτα η οργή αλλά αμέσως μετά το πάθος κι οι δυο τους θα ζήσουν μια λίγο καλυμμένη ερωτική περιπέτεια που θα διαλύσει όχι μόνο το νευρικό τους σύστημα, αλλά και την εύθραυστη οικογενειακή ισορροπία.

Εάν η υπόθεση μοιάζει γνωστή (και όχι από προσωπικά βιώματα), είναι γιατί η Κατρίν Μπρεγιά διασκευάζει τη δανέζικη ταινία του 2019, «Η Βασίλισσα της Καρδιάς», με την Τρίνε Ντίρχολμ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, πατώντας στο σενάριο των Μάρεν Λουίζε Κένε και Μέι ελ-Τούκι και δίνοντάς του πιο «γαλλικό» αέρα, με τη χειρότερη έννοια της φράσης.

Κατ' αρχάς, η Μπρεγιά γυρίζει απανωτά ερωτικές σκηνές, εκθέτοντας το σώμα της Ντρικέρ (η οποία προσπαθεί να χτίσει μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία σ' ένα ρόλο που δεν ταιριάζει στις αρετές της), αλλά όχι του νεαρού εραστή της και εστιάζοντας σε παθιασμένες μούτες αργών οργασμών. Επειτα, επιμένει σε ακατανόητα πρακτικά κενά στην πλοκή (ο Τεό πάει κι έρχεται στο απομονωμένο εξοχικό σπίτι, χωρίς αυτοκίνητο, χωρίς ταξί, με... ηλεκτρικό πατίνι; Η Αν εξαφανίζεται από το δείπνο του οποίου είναι οικοδέσποινα κι ο άντρας της... συνοφρυώνεται και το αφήνει να περάσει; Η ανήλικη πελάτισσα της Αν που προφανώς δέχεται βία από τον πατέρα της, μεταφέρεται σε ίδρυμα της πρόνοιας και την ευχαριστεί με λουλούδια γιατί όλα πήγαν τέλεια;), απλώς επειδή θεωρεί ότι προσδίδουν ατμόσφαιρα στην πλοκή.

Τέλος και χειρότερο, χρησιμοποιεί ανερυθρίαστα ταξικά στερεότυπα (η Αν με τα θετά κοριτσάκια που δεν έχουν άλλο λόγο ύπαρξης από το να τη χαρακτηρίσουν κοινωνικά, η οποία, ωστόσο, έχει μια αδελφή νυχού και χυμαδιό, αλλά η ίδια ντύνεται άκοπα με τακούνια και ταγέρ), που παραπέμπουν σε τόσο παλαιότερες εποχές της παγκόσμιας συζήτησης για την ισότητα και την αυτοδιάθεση. Κι αν προς το τέλος της η ταινία έχει μια ενδιαφέρουσα σεναριακή ανατροπή στους ρόλους του θύτη και του θύματος, βιάζεται να την... επαναφέρει στο κλισέ με το φινάλε της. Αδιαμφισβήτητη η θέση της Κατρίν Μπεργιά στην ιστορία του ευρωπαϊκού σινεμά αλλά, όπως φαίνεται, στη φιλμογραφία της ισχύει το κάθε πέρσι και καλύτερα.