Ο Λικ Μπεσόν, πάντα λάτρης της εικόνας και του ονειρικού ρομαντισμού, αποφασίζει αυτή τη φορά να περάσει στην απέναντι όχθη του φορμαλισμού, γυρίζοντας την ταινία εξ ολοκλήρου με κινητό τηλέφωνο. Μια επιλογή που, αν και τεχνικά εντυπωσιακή σε κάποια σημεία, καταλήγει πιο κοντά στο αισθητικό ύφος του Instagram Reels και λιγότερο σε μια ουσιαστική κινηματογραφική εμπειρία. Το εγχείρημα μοιάζει άλλοτε αφοπλιστικά αυθόρμητο και άλλοτε απλώς αφελές, όπως και η ίδια η ιστορία του.
Η ιστορία ακολουθεί τον Τζον, έναν νεαρό παγιδευμένο σε μια μονότονη ρουτίνα, του οποίου η ζωή αλλάζει ριζικά όταν γνωρίζει την Τζουν, μια γεμάτη ζωντάνια και ατρόμητη γυναίκα. Μαζί ξεκινούν μια ξέφρενη περιπέτεια γεμάτη πάθος, ρίσκο και αυτογνωσία - μια κούρσα ενάντια στον χρόνο (και στον νόμο) που φέρνει χρώμα, μαγεία και αγάπη στις ζωές τους.
Η «June & John» είναι μια ιστορία αγάπης. Ή μάλλον, είναι η φαντασίωση ενός ενήλικου δημιουργού για το πώς φαντάζεται ότι είναι ο πρώτος έρωτας. Με όλα τα αναμενόμενα στοιχεία: βλέμματα που διαρκούν περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται, φωνές που τρέμουν από ενθουσιασμό ή απόγνωση, στιγμές που υποτίθεται πως είναι αυθεντικές αλλά καταλήγουν σκηνοθετημένες μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο.
Η σκηνοθεσία του Μπεσόν, ενώ αναζητά τον ρεαλισμό μέσα από την απλότητα, συχνά πέφτει θύμα της ίδιας της πρόθεσής της. Η χρήση του κινητού λειτουργεί πιο πολύ ως gimmick παρά ως εργαλείο αμεσότητας: η κάμερα τρέμει, χάνει το φως, βρίσκει γωνίες που υποτίθεται είναι «ωμές» αλλά καταλήγουν κουραστικά επιτηδευμένες. Είναι σαν να βλέπεις έναν σκηνοθέτη να προσπαθεί να μιμηθεί την TikTok αισθητική με σκοπό να αποδείξει ότι «είναι ακόμα μέσα στο παιχνίδι».
Και οι ερμηνείες; Εδώ το πράγμα σώζεται – έστω και προσωρινά. Οι δυο πρωταγωνιστές, ανώνυμοι σχεδόν μες στην απλότητά τους, φέρνουν μια αυθεντικότητα που σπάει το κέλυφος της σκηνοθετικής φιλοδοξίας. Είναι νέοι, άπειροι, αλλά με μια ενέργεια που, έστω και σποραδικά, πείθει. Ο τρόπος που αγγίζονται, που κοιτάζονται, που γελούν, δίνει στιγμές αλήθειας μέσα σε έναν ωκεανό αφηγηματικής επιπολαιότητας.
Αυτό όμως που τελικά βαραίνει την «June & John» δεν είναι η τεχνική της επιλογή, αλλά η παιδική της ματιά στην έννοια της αγάπης. Ο έρωτας εδώ παρουσιάζεται σαν μια φαντασίωση γεμάτη μελιτζανί ηλιοβασιλέματα, αφηρημένες εξομολογήσεις και ρομαντισμούς της στιγμής – σαν να γράφτηκε από την AI του Pinterest. Η παρορμητικότητα των χαρακτήρων, που θα μπορούσε να μεταφραστεί ως νεανική αυθεντικότητα, μετατρέπεται τελικά σε αφελές ξεχείλισμα συναισθημάτων χωρίς υπόβαθρο.
Σε μια εποχή όπου ο κινηματογράφος της τρυφερότητας και της προσωπικής ματιάς έχει ανάγκη από αλήθειες, η «June & John» μοιάζει περισσότερο με ένα home movie που πήρε λάθος δρόμο για τα φεστιβάλ. Ισως αν ο Μπεσόν άφηνε λίγο πίσω του την τεχνολογική καινοτομία και κοίταζε κατάματα το τι σημαίνει να είσαι ερωτευμένος όταν είσαι στα 20, το αποτέλεσμα να ήταν πιο ουσιαστικό.
Ετσι όπως έχει τώρα, είναι μια ταινία που μοιάζει να αγαπά την ιδέα της αγάπης – αλλά δεν ξέρει τι να την κάνει.