H πιο γνωστή ταινία του Μιγκέλ Γκόμες και αυτή που τον έβαλε στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη ήταν το «Tabu» του 2013, ιδανικά μεταφρασμένο στα ελληνικά ως «Χαμένος Παράδεισος», μια έγχρωμη και ασπρόμαυρη αφιέρωση στον Φρίντριχ Βίλχελμ Μούρναου από έναν σκηνοθέτη που όχι μόνο δεν ντρέπεται για τη σινεφιλία του αλλά τη θεωρεί και κομβικό κομμάτι των αφηγήσεών του, μια πυξίδα για ταξίδια που ξεκινούν από το Α και φτάνουν στο Ω έχοντας ενδιάμεσα ανακαλύψει πολλές φορές τον κόσμο - και ίσως και το σινεμά.

Η νέα του ταινία, βραβευμένη στις Κάννες για τη σκηνοθεσία της, αφιερώνει σε έναν άλλον σκηνοθέτη που άλλαξε το σινεμά, αφού το «Γκραν Τουρ» αναπνέει όλη την εθνογραφία, τον πειραματισμό, την ανθρωποκεντρική ματιά και την πολιτική αγωνία του Κρις Μαρκέρ.

Το «Sans Soleil», ντοκιμαντέρ στη βάση του, του 1983, είναι σαν να ευλογεί αυτό το παράδοξο - έγχρωμο και ασπρόαμαυρο, μελοδραματικό και «ιστορικό» - ταξίδι μιας Βρετανίδας που ακολουθεί τον αρραβωνιαστικό της που μόλις το έχει σκάσει στη Σιγκαπούρη και από εκεί στην Μπανγκόκ, τη Σαϊγκόν, τη Μανίλα και την Οσάκα μέχρι τη Σανγκάη και το Θιβέτ. Για πολλή ώρα ο ήρωας είναι ο άντρας, ο Εντουαρντ, ένας Βρετανός αξιωματούχος στη βρετανιική Μπούρμα του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου που μοιάζει να χάνεται μέσα στην ίδια την απόδρασή του από τον κόσμο, αλλά ο Γκόμες θα κάνει ξεκάθαρο πως αυτή η ιστορία ανήκει στη Μόλι, που θα κινήσει γη και ουρανό για να φτάσει στον άντρα που αγαπάει σαν να είναι αυτό περισσότερο μια χώρα που πρέπει να αναγνωριστεί ως πατρίδα.

Σε μια απρόσμενα ενορχηστρωμένη - όλη πάνω στη μουσική, από παραδοσιακή μέχρι τζαζ, όπερα και Μπόμπι Ντάριν - μείξη voice over σε διάφορες γλώσσες, υλικού τεκμηρίωσης που αποτυπώνει το σήμερα των περιοχών που διασχίζουν οι δύο ταξιδιώτες, το φάντασμα του Σόμερσετ Μομ και την παραδοξότητα μιας ταινίας στα πορτογαλικά για Βρετανούς ήρωες, ο Μιγκέλ Γκόμες ξαναγράφει την εθνογραφία όπως (δεν) τη γνωρίσαμε για να παραδώσει ένα όχι και τόσο πειραματικό, τελικά, travelogue, όσο διανοητικά αδιαπέραστο και αφοπλιστικά χαριτωμένο, μια μικρή κραυγή ελευθερίας πάνω σε μια αυστηρή φόρμα που μοιάζει να αυτοακυρώνεται κάθε φορά που η Μόλι γελάει δυνατά ή ένα σαρωτικό κύμα μελοδραματισμού νιώθεις πως θα ραγίσει την οθόνη και θα μετατρέψει αυτό το κάπως τεχνικό ταξίδι σε ένα love story για τους αιώνες.

Αυτό δεν γίνεται ποτέ. Ο θεατής μένει τελικά με την Μόλι - πρωταγωνίστρια στο δεύτερο και πιο σαρωτικό μέρος του φιλμ - καθώς αυτή αποφασισμένη θα νικήσει προκαταλήψεις, καιρικά φαινόμενα, μέχρι και τον ίδιο τον θάνατο (!), για να γίνει ο φορέας μιας απελευθερωτικής φιλοσοφίας πάνω στο ίδιο το σινεμά και την αφήγηση.

Ο Γκόμες διασκεδάζει με την εξερεύνηση της Ανατολής, δεν υποτιτλίζει διαλέκτους, μετατρέπει ένα ταξίδι ατελέσφορο σε σχεδόν τη γέννηση του κόσμου από την αρχή και παραμένει ελαφρύς παρά τη βαριά σινεφιλία του. Ο,τι χάνει σε συναίσθημα το κερδίζει σε πλάνα που κλείνουν μέσα τους τη ζούγκλα της ανθρώπινης αναζήτησης και ό,τι δεν κερδίζει σε αφηγηματική συνοχή το κερδίζει σε μια εξιστόρηση μιας χαμένης από χέρι ερωτικής ιστορίας που τελικά αποδεικνύεται ζωογόνα, ένα ταξίδι για το ταξίδι, μια νίκη της αναζήτησης πάνω στον τελικό στόχο, τελικά ένας θρίαμβος της αγάπης εκεί απ' όπου αυτή μοιάζει να απουσιάζει παντελώς.

Η ματιά του Γκόμες πάνω σε ένα σύγχρονο κόσμο που αναζητά χαμένους παράδεισους και χαμένους χρόνους, μπορεί να μοιάζει επαναληπτική σε σχέση με το μέχρι σήμερα σινεμά του, απαιτητική για τον αμύητο θεατή, αλλά ταυτόχρονα, ακόμη και μέσα στην υπερβολικά αποστασιοποιημένη του φόρμα που αποξενώνει και επιβάλλει περισσότερο θεωρητικές παρά συναρπαστικές αναζητήσεις, στέλνει ένα σήμα πως το ταξίδι οφείλει να συνεχιστεί, πως η αγάπη δεν χρειάζεται να περιλαμβάνει απαραίτητα δύο και πως σε έναν κόσμο που έχει ξεχάσει να ακούει ιστορίες, μια ιστορία σαν το «Γκραν Τουρ» μπορεί να είναι μέχρι και η απαρχή μιας νέας αφήγησης.

Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη του Flix με τον Μιγκέλ Γκόμες.