Βαθιά στην καρδιά της νορβηγικής εξοχής, στη γραφική κοιλάδα του Ολντεντάλεν, οι κύκλοι χρόνου, ζωής και φύσης μπλέκονται αξεδιάλυτα. Κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου έτους, η σκηνοθέτης ακολουθεί τον 85χρονο πατέρα της καθώς εκείνος διασχίζει, ίσως για τελευταία φορά, τα μονοπάτια που χαράχτηκαν από γενιές και γενιές των προγόνων του. Ενα ταξίδι οικογενειακής μνήμης και παράλληλα μια ωδή στη μεγαλειώδη ομορφιά της φύσης που πρέπει να προστατευτεί με κάθε τρόπο.
Το ντοκιμαντέρ «Τραγούδια της Γης» της Μαργκρέθ Ολίν, η νορβηγική πρόταση για το Οσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας το 2024, αποτελεί μια οπτικοακουστική συμφωνία που μας μεταφέρει στα μαγευτικά τοπία της Νορβηγίας, εξερευνώντας τη βαθιά σύνδεση μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Με οδηγό τον 85χρονο πατέρα της σκηνοθέτη ως οδηγό, το φιλμ ακολουθεί το ταξίδι του μέσα από την κοιλάδα του Ολντεντάλεν, έναν τόπο όπου γενιές έχουν ζήσει σε αρμονία με το περιβάλλον.
Η Μαργκρέθ Ολίν κατορθώνει να μετατρέψει το φυσικό τοπίο σε πρωταγωνιστή, με τη σκηνοθεσία της να διακρίνεται από μια ποιητική ευαισθησία. Οι εναλλαγές ανάμεσα σε πανοραμικές λήψεις και κοντινά πλάνα είναι εξαιρετικά μελετημένες. Ωστόσο, δεν περιορίζεται σε αυτά καθώς η κάμερα εστιάζει στις λεπτομέρειες, όπως στις ρυτίδες ενός προσώπου ή στις νευρώσεις ενός φύλλου, τονίζοντας τη λεπτότητα της ζωής.
Τα φυσικά φώτα του σκανδιναβικού ουρανού — από την απαλότητα της αυγής έως τα έντονα χρώματα του ηλιοβασιλέματος — δημιουργούν μια αίσθηση αρμονίας, με την Ολίν να μην βιάζεται, δίνοντας χρόνο στον θεατή να απορροφήσει την ομορφιά, ενώ οι αργοί ρυθμοί λειτουργούν ως φόρος τιμής στον χρόνο που κυλά αργά στη φύση. Ενα από τα πιο δυνατά στοιχεία της σκηνοθεσίας είναι η αίσθηση της συμμετοχής, καθώς η ταινία καταφέρνει να σε βάλει δίπλα στον πατέρα της Ολίν, περπατώντας στο μονοπάτι μαζί του. Αυτή η οικειότητα ενισχύεται από τον προσεκτικό σχεδιασμό του ήχου, όπου οι φυσικοί ήχοι (ο άνεμος, το κελάηδισμα των πουλιών) λειτουργούν σχεδόν ως μουσική υπόκρουση.
Μέσα από αυτόν το παραλληλισμό και τη σύνδεση του ανθρώπου με τη φύση, η ταινία δεν είναι απλώς μια ωδή στη φύση αλλά και μια σιωπηλή κραυγή για την ανάγκη προστασίας της, εστιάζοντας στη διαχρονικότητα της φύσης και τη μικρότητα του ανθρώπου μπροστά στο μεγαλείο της. Ο παγετώνας, τα βουνά και τα ποτάμια υπενθυμίζουν τη μακρά ιστορία του πλανήτη, σε αντίθεση με τη βραχύβια ανθρώπινη ζωή. Προτρέποντάς μας σε έναν αναστοχασμό για το πώς οι ανθρώπινες δραστηριότητες μπορούν να καταστρέψουν κάτι τόσο όμορφο και εύθραυστο, καλούμαστε να δούμε τη φύση όχι μόνο ως έναν χώρο αναψυχής αλλά ως μια ζωντανή οντότητα που χρειάζεται προστασία. Οι αναφορές στις φυσικές καταστροφές, όπως η κατολίσθηση στο Ταφιόρδ, αποτελούν ένα σιωπηλό μήνυμα για την καταστροφική δύναμη της φύσης, η οποία όμως συχνά προκαλείται ή εντείνεται από τις ανθρώπινες παρεμβάσεις. Ταυτόχρονα όμως, μέσα από τον πατέρα, αναδεικνύεται και η σημασία της ανθρώπινης ιστορίας, της οικογένειας και της σύνδεσής μας με τους προγόνους μας. Η ταινία προτείνει ότι η φύση αποτελεί μια «γέφυρα» ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, ένα σύμβολο αντοχής αλλά και υπενθύμισης της προσωρινότητας.
Παρότι πρόκειται για μια οπτικά εντυπωσιακή και συναισθηματικά φορτισμένη ταινία, οι αργοί ρυθμοί και η στοχαστική αφήγηση, αν και ταιριαστοί με το θέμα, ενδέχεται να κουράσουν, καθώς η έντονη έμφαση στη φύση και η εστίαση στις προσωπικές εμπειρίες της οικογένειας της σκηνοθέτη μπορεί να αφήσουν την αίσθηση μιας περιορισμένης θεματικής, αποκλείοντας ευρύτερες οικολογικές ή κοινωνικές προεκτάσεις. Μπορεί να ακούγεται, εν τέλει, ως κάτι το μη μεμπτό, αλλά παρόλ' αυτά υπάρχουν στιγμές που νιώθεις το βάρος του ρυθμού της ταινίας να σε κυριεύει.
Ακόμα κι έτσι τα «Τραγούδια της Γης» παραμένουν μια εμπειρία. Η οπτική και ακουστική αρμονία, η υπέροχη σκηνοθεσία και τα μηνύματα για την οικολογία και την παράδοση, όλα συνδυάζονται για να δημιουργήσουν ένα φιλμ που εμπνέει και συγκινεί. Για όσους έχουν την υπομονή να αφουγκραστούν τον ρυθμό της φύσης, αυτό το ντοκιμαντέρ προσφέρει μια βαθιά και αυθεντική σύνδεση με τον κόσμο γύρω μας.