Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Πάμπλο Λαραΐν για έλλειψη ενθουσιασμού. Οπως και κανείς δεν μπορεί να αποδώσει στον Χιλιανό σκηνοθέτη έλλειψη φαντασίας, πειραματισμού και θρασύτητας. Το έργο του έχει αποτελέσει πλείστες φορές αντικείμενο διχασμού αλλά και θαυμασμού, ένα έργο που αρέσκεται τόσο να εξερευνά τις σκοτεινές πλευρές της ιστορίας (όπως έκαναν οι πρώτες ταινίες του «Tony Manero», «Post Mortem», «No», «Η Μυστική Λέσχη») αλλά και να επαναπροσδιορίζει ιστορικές προσωπικότητες μέσα από φρέσκες οπτικές και απρόσμενες προσεγγίσεις (όπως το «Spencer» και το «Jackie»), που σίγουρα εμπνέουν κύματα συζητήσεων.
Το «El Conde» μοιάζει να είναι κομμάτι και των δύο αυτών δημιουργικών πλευρών του Λαραΐν, με τον σκηνοθέτη να επιστρέφει στην θεματική της χιλιανής δικτατορίας του Πινοσέτ αλλά και στον κόσμο των απρόσμενων προσωπογραφιών, αν και η λέξη «απρόσμενος» δύσκολα αποδίδει εδώ την πραγματική αφηγηματική διάσταση των πραγμάτων. Στο «El Conde», αντικείμενο είναι ο ίδιος ο Πινοσέτ, επαναπροσδιορισμένος όμως ως βαμπίρ 250 ετών, ο οποίος έχει πλέον πάρει την απόφαση να δώσει τέλος στη ζωή του έπειτα από μια ταραχώδη ζωή αθανασίας. Από τις εξεγέρσεις της Γαλλικής Επανάστασης μέχρι την επιβολή της χιλιανής δικτατορίας και από τη ζωή στο θάνατο και ξανά στη ζωή, ο Πινοσέτ του Λαραΐν είναι μια μυθολογική, σουρεαλιστική γκοθ προσωπικότητα που όχι απλώς γράφει από την αρχή εκ νέου την ιστορία της ζωής της αλλά δίνει και στον ίδιο τον Λαραΐν τη δυνατότητα να ασχοληθεί με αυτό που λατρεύει περισσότερο: το σκοτάδι της ανθρώπινης ιστορίας και τον τρόπο με τον οποίο αυτό επηρεάζει τον κάθε άνθρωπο στις πιο δύσκολες στιγμές του.
Το πλήθος των ιδεών και των προβληματισμών του Λαραΐν κατακλύζουν από την πρώτη στιγμή τα (ασπρόμαυρα) κάδρα, δίχως να δίνουν περιθώρια αναπνοής. Η αιχμηρή κριτική στην εξουσία των ισχυρών, η ταυτότητα της ύπαρξης μέσα από το χρήμα, η κυριολεκτική και μεταφορική δίψα του αίματος, η θρησκοληψία και η θρησκευτική αρετή (με αρκετή εικαστική και θεματική επιρροή από «Τα Πάθη τη Ζαν ΝτΆρκ» του Ντράγιερ), το κυνήγι της ταυτότητας και της αθανασίας και το πώς όλα αυτά αναπτύσσονται αλληλένδετα στα παιχνίδια της δύναμης και της επιβίωσης είναι μόνο ένα δείγμα των θεματικών που αναδύονται μέσα από την ιστορία ενός βαμπίρ που ίσως έφτασε στο τέλος της ζωής του, είτε αυτό επέλθει από τα χέρια της υπόλοιπης οικογένειάς του, τα χέρια του Ρώσου εξόριστου υπηρέτη του ή τα φονικά όπλα μιας φανατικής, σέξι καλόγριας (γιατί όχι;).
Είναι όλο αυτό το πάθος και η ορμή που σταδιακά κάνουν την αφήγηση να καταρρέει κάτω από το ίδιο της το βάρος, δίχως να μπορεί να διατηρήσει έναν σταθερό θεματικό άξονα και μια σαφή πορεία προς μια συγκεκριμένη κορύφωση. Ο ρυθμός παραμένει καταιγιστικός μέχρι το τέλος όμως ο Λαραΐν, πιστεύοντας απόλυτα στο όραμά του, μοιάζει τελικά να διαπράττει και την υπέρτατη ύβρι: την πεποίθηση ότι το θράσος του μπορεί να καμουφλάρει και την αμετροέπειά του. Ομως στο «El Conde» είναι σαφές πως ο Λαραΐν αποκτά τόση φόρα που δεν αντιλαμβάνεται πού πρέπει να σταματήσει, εισάγοντας στην πορεία της ιστορίας έναν ακόμη απέθαντο διάσημο χαρακτήρα (κάτι που όμως θολώνει τελικά την πολιτική ταυτότητα της ταινίας), αλλά και οδηγούμενος σε ένα φινάλε που εισάγει και κλείνει αφηγήσεις με χαοτικό τρόπο και μηδενικό συναισθηματικό αντίκτυπο.
Αυτό σίγουρα δεν αναιρεί το γεγονός ότι ως δημιουργός, ο Λαραΐν συνεχίζει να φτιάχνει ταινίες με κέφι, πρωτοτυπία και απρόσμενη θεματική τρέλα, έχοντας ταλέντο στο στήσιμο εμβληματικών κάδρων και τη δημιουργία αλλόκοτων κόσμων στις κρυφές γωνιές της ιστορίας. Μακάρι απλώς να το έκανε εδώ με μεγαλύτερη συνοχή και καλύτερη αίσθηση του μέτρου ώστε ο «El Conde» του να ήταν κάτι παραπάνω από μια ενθουσιώδη συρραφή εκκεντρικών στιγμών και στιχομυθιών.