Σε μια εποχή που οι υπερήρωες έχουν χάσει τη λάμψη τους – είτε εγκλωβισμένοι σε πολυσύμπαντα, είτε κατακερματισμένοι από υπερκόπωση και franchise fatigue – ο Superman του Τζείμς Γκαν εμφανίζεται σχεδόν σαν παράδοξο. Δεν προσπαθεί να γίνει σκοτεινός ή edgy. Δεν αναζητά να αποδομήσει τον μύθο του ήρωα. Το αντίθετο: προσπαθεί να τον ξαναχτίσει από την αρχή, με τα πιο απλά υλικά. Καλοσύνη. Ενσυναίσθηση. Πίστη στον άνθρωπο.

Και μέσα από αυτά, πετυχαίνει κάτι σπάνιο: φτιάχνει μια ταινία που δεν είναι μόνο για τον άνθρωπο από ατσάλι, αλλά για τον κόσμο όπως είναι σήμερα. Εναν κόσμο που ματώνει από πολέμους, ξεριζωμούς και μίσος, και που ψάχνει απεγνωσμένα μια φιγούρα, έστω φανταστική, που να λέει «μπορούμε καλύτερα». Ο Superman του 2025 δεν είναι ο σωτήρας. Είναι ο καθρέφτης μας. Και αυτό τον κάνει πολύτιμο.

O Κλαρκ Κεντ προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην καταγωγή και την ανθρώπινη ανατροφή του, σε έναν κόσμο που πλέον αμφισβητεί τις αξίες της αλήθειας, της δικαιοσύνης και της ελπίδας. Αντιμέτωπος με τον επικίνδυνο Lex Luthor και μια νέα γενιά υπερηρώων, ο Superman καλείται όχι μόνο να σώσει τον κόσμο, αλλά και να δείξει πως η καλοσύνη και η ανθρωπιά έχουν ακόμη σημασία.

Εδώ ο Superman του Γκαν δεν έρχεται για να μας υπενθυμίσει μόνο τη σημασία του ήρωα με το «S» στο στήθος, αλλά για να μας θυμίσει ποιοι είμαστε. Ή καλύτερα, ποιοι μπορούμε να γίνουμε όταν επιλέγουμε την καλοσύνη απέναντι στον φόβο, την ενσυναίσθηση απέναντι στον κυνισμό, την ανθρωπιά απέναντι στην ιδιοτέλεια. Και το κάνει μέσα από μια ταινία που δεν είναι ούτε η πιο φαντασμαγορική, ούτε η πιο ανατρεπτική. Είναι όμως, ίσως, η πιο επίκαιρη.

Ο Γκαν κρατά μακριά τη στιλιστική υπερφόρτωση του παρελθόντος και χτίζει έναν Superman που δεν είναι θεός, ούτε σύμβολο από μάρμαρο. Είναι ένας ξένος. Ενας πρόσφυγας. Κάποιος που έπεσε από τον ουρανό και προσπαθεί να βρει τη θέση του σ’ έναν κόσμο που συχνά φοβάται το «άλλο». Και ακριβώς εκεί ξεκινούν τα πολιτικά υποστρώματα της ταινίας, που δεν είναι καθόλου διακριτικά – και καλά κάνουν.

Το φιλμ αγγίζει χωρίς περιστροφές την προσφυγιά, τη μισαλλοδοξία, τον φόβο του ξένου. Ο Superman είναι ο «λαθρεπιβάτης» που δεν ζητά τίποτα αλλά προσφέρει τα πάντα, κι όμως τον αντιμετωπίζουν με καχυποψία. Είναι ένα ευθύ σχόλιο πάνω στις αντιδράσεις απέναντι στους πρόσφυγες, στους μετανάστες, σε όσους ζητούν απλώς ένα μέρος να σταθούν. Και όταν παρεμβαίνει, όχι ηρωικά, αλλά ανθρώπινα, σε ένα σκηνικό που θυμίζει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η πολιτική διάσταση της ταινίας παύει να είναι υπόνοια και γίνεται δήλωση. Ακόμα και το subplot που φλερτάρει με τη Μέση Ανατολή υπογραμμίζει την πρόθεση του Γκαν να φέρει την πολιτική μέσα στο είδος. Οχι σαν κατηγορία, αλλά σαν κάλεσμα.

Ο Κλαρκ Κεντ του Ντέιβιντ Κόρενσγουετ είναι τρυφερός, γήινος, γεμάτος αντιφάσεις. Ενας ήρωας που δεν είναι ήρωας επειδή πετάει, αλλά επειδή επιλέγει να κάνει το καλό ακόμα κι όταν δεν τον εμπιστεύονται. Η ερμηνεία του είναι ειλικρινής, ανθρώπινη, γεμάτη από το βάρος του να ξέρεις πως μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο, αλλά να μην ξέρεις αν πρέπει. Είναι ο Superman που δεν φοβάται να κλάψει.

Απέναντί του, ο Νίκολας Χουλτ παραδίδει έναν Λεξ Λούθορ ανατριχιαστικά ρεαλιστικό: όχι τρελό ιδιοφυή με μεγαλομανίες, αλλά έναν άντρα με ιδεολογία. Εναν τεχνοκράτη που βλέπει τον Superman ως απειλή για την τάξη των πραγμάτων. Για την εξουσία των ανθρώπων που έχουν μάθει να κρατούν τους άλλους χαμηλά. Κι εδώ ο Γκαν περνάει το πιο σαφές του σχόλιο: το πρόβλημα δεν είναι το «άλλο». Είναι ο φόβος του συστήματος απέναντι σε εκείνον που δεν μπορεί να ελεγχθεί.

Στο κέντρο όλων, όμως, είναι το πιο προσωπικό μήνυμα της ταινίας: πως δεν χρειάζεται να γίνεις αυτό που σε έμαθαν ή τα σχέδια της οικογένειάς του για εσένα. Ο Superman ήρθε στον κόσμο μας ως κάτι άλλο, και όμως, εκείνος επιλέγει να γίνει κάτι καλύτερο. Οχι από εκδίκηση, αλλά από επιλογή. Η ταινία μιλά ξεκάθαρα για τη δύναμη να σπάσεις τον φαύλο κύκλο της κακίας (της οικογένειας, της κοινωνίας, του κόσμου) και να φτιάξεις τον εαυτό σου από την αρχή. Οι σκηνές δράσης είναι λειτουργικές και συναισθηματικά φορτισμένες. Δεν θα εντυπωσιάσουν όσους αναζητούν τις υπερπαραγωγές του MCU, αλλά εδώ κάθε γροθιά έχει ηθικό βάρος, κάθε πτήση έρχεται με μια σκέψη πίσω της. Ο Γκαν δεν σκηνοθετεί μάχες, σκηνοθετεί διλήμματα.

Ο Superman του Τζείμς Γκαν δεν σώζει απλώς τον κόσμο, του ξαναδίνει μορφή. Μέσα από μια ταινία που ισορροπεί ανάμεσα στο προσωπικό και το πολιτικό, το ανθρώπινο και το υπεράνθρωπο, το παλιό και το ριζικά επίκαιρο, καταφέρνει να μιλήσει με ειλικρίνεια για το τι σημαίνει να είσαι καλός όταν όλα γύρω σου σε σπρώχνουν προς το αντίθετο. Και όσο κι αν η ταινία δεν είναι άψογη, άλλοτε υπερφορτωμένη, άλλοτε διστακτική στον τόνο της, στο τέλος της μένει κάτι πολύ πιο σημαντικό από το θέαμα: ένα συναίσθημα. Οτι, ίσως, μέσα σε όλον αυτό τον κυνισμό, υπάρχει ακόμα χώρος για ελπίδα. Οχι την ελπίδα που πέφτει από τον ουρανό για να μας σώσει. Αλλά εκείνη που χτίζεται μέρα με τη μέρα, μέσα από επιλογές, μέσα από αξίες,.

Αν αυτό δεν είναι πραγματική υπερδύναμη, τότε τι είναι;