To «Ζιλ και Τζιμ» μοιάζει στην πραγματικότητα με μια ταινία found footage.
Ενα home movie, από αυτά τα πρώιμα του σινεμά, που σαν να βρέθηκε μετά από δεκαετίες σε ένα κουτί σε μια σοφίτα για τις περιπέτειες δυο φίλων - ενός Αυστριακού και ενός Γάλλου που στο γύρισμα αυτής της διαολεμένης τύχης θα βρεθούν να μαθαίνουν ο ένας στον άλλο τη λογοτεχνία της χώρας του, τι σημαίνει μοιράζομαι το ίδιο αντικείμενο του πόθου και μαζί τα απαραίτητα βήματα για την… ενηλικίωση, πριν καταλήξουν να πολεμήσουν σε αντίπαλα στρατόπεδα.
Μια ταινία εφηβική - και τελικά αναπολογητικά queer - είναι το τρίτο αυτό φιλμ που ο Τριφό αφιέρωσε σαν να ήταν το δικό του «Με Κομμένη την Ανάσα» και «Bande à Part» μαζί, ένα σινεματικό παραμύθι που είναι μαζί κολάζ, still photography, βωβό και ομιλων σινεμά συν ένα κόμικ που δεν γράφτηκε ακόμη, μια «διασκευή» όχι μόνο σε ένα μυθιστόρημα που ανάθεμα κι αν ποτέ ο συγγραφέας του το σκέφτηκε σαν μια ελευθεριάζουσα ιστορία για ένα τρίγωνο, αλλά και σε μια ήδη κινηματογραφική σύμβαση που δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί μια αλληγορία για τον μεσοπόλεμο, τόσο πικρή, μελαγχολική και όμως σαν γιορτή θανάτου και παλλλιγενεσίας μαζι.
Κάπου ανάμεσα στο βαθιά ποιητικό voice over, την κάμερα που δεν σταματάει να τρέχει πάνω σε πρόσωπα, γεγονότα, λέξεις (γραμμένες ακόμη και πάνω στην οθόνη) και την αριστουργηματική μουσική του Ζορζ Ντελρί, που μοιάζει σαν να υπάρχει από από πάντα και ταυτόχρονα να γεννιέται κάθε δευτερόλεπτο, έναν απόηχο της μελαγχολικής ελαφρότητας του Μαξ Οφίλς και μαζί όλοι οι Ρενουάρ του κόσμου σε παροξυσμικό ποπ κολάζ, το «Ζιλ και Τζιμ» ξεκίνησε όταν ο Φρανσουά Τριφό, ετών 23, διάβασε το εν μέρει αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ανρί Πιερ Ροσέ. Υποσχέθηκε στον εαυτό του να το κάνει μια μέρα ταινία και έτσι μετά τα «400 Χτυπήματα» και το «Πυροβολήστε τον Πιανίστα», αποφάσισε να κάνει τη δική του nouvelle vague ταινία. Και τι nouvelle vague…
Βρισκόμαστε στο Παρίσι πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκεί συναντάμε δύο νέους φιλόδοξους συγγραφείς, τον Ζιλ, ντροπαλό και μοναχικό Αυστριακό και τον Τζιμ (με Τ), Γάλλο καρδιοκατακτητή, δυο μποέμ τύποι φτιαγμένοι για τη μεγάλη ζωή του έρωτα, της λογοτεχνίας και όλων όσων κατοικούν συνήθως ανάμεσά τους. Η πραγματική σύνδεση μεταξύ τους θα έρθει όταν γνωρίσουν την Κατρίν, που θα παντρευτεί τον Ζιλ αλλά θα ερωτευτεί τον Τζιμ παραμένοντας το τρίτο πρόσωπο σε μια σχέση που δικαιωματικά βρίσκεται αποτυπωμένη στον τίτλο της ταινίας, όχι μόνο γιατί ο Τριφό θα ξεκινούσε με αυτήν την ταινία τη μεγάλη λίστα των «ανδρών που αγαπούσαν τις γυναίκες», αλλά γιατί όσο και η Κατρίν (ως χαρακτήρας), όσο και η ανυπέρβλητη Ζαν Μορό (ως ηθοποιός) ενσαρκώνει στην πραγματικότητα μια ολόκληρη ιδεολογία, σχεδόν άγραφη την εποχή που γυρίζεται η ταινία, σταδιακά διαμορφούμενη, μια ηρωίδα σαν σχεδόν να μην υπάρχει και ζει μόνο στα χειρόγραφα του μυαλού των δύο πρωταγωνιστών.
Και αυτό δεν είναι το μόνο υπερβατικό στοιχείο που κρύβεται μέσα σε ένα τόσο πυκνογραμμένο φιλμ που μοιάζει σαν να κλείνει μέσα του όλα τα θέματα - αισθητικά και ηθικά - που αφορούσαν ανέκαθεν τον Φρανσουά Τριφό, έναν σκηνοθέτη πιο συναισθηματικό από τον έτερο (γενικά) Ζαν-Λικ Γκοντάρ και με μια, έστω και συγκαλυμμένη, όμως βαθύτερη γνώση των υπόλοιπων τεχνών. Το «Ζιλ και Τζιμ» νιώθεις πως γυρίζεται και μοντάρεται μπροστά στα μάτια σου. Μοιάζει σχεδόν με ζωντανό οπτικοακουστικό έργο. Οι διαρκείς εναλλαγές διάθεσης και ο τρόπος που αποτυπώνονται στο ίδιο το μέσο (και τα μέσα) του κινηματογράφου είναι το εισιτήριο για την επιβίβαση σε ένα roller coaster που αποτελείται από λήψεις 360 μοιρών (ο Ραούλ Κουτάρ στη φωτογραφία μεγαλουργεί), αρχειακό υλικό, freeze frames και αλλαγές ταχύτητας των καρέ, ένα αέναο παιχνίδι με την έννοια του χρόνου και της μνήμης για μια ιστορία που σε μια συμβατική εκδοχή θα ήταν ένα μεγάλο μελόδραμα για τους αιώνες.
Εδώ, με την κίνηση να σταματάει μόνο για να τρυπήσει τα βλέμματα των τριών πρωταγωνιστών του καθώς αυτοί προσπαθούν να βρουν μια θέση μέσα στο νέο κόσμο, ο Φρανσουά Τριφό τελειώνει γρήγορα με τον αυτοματοποιημένο μηχανισμό με τον οποίο παίζει στα χέρια του την έννοια «σινεμά» (από μεγάλη αγάπη φτιαγμένο) και ουσιαστικά φτιάχνει μια ταινία τεκμήριο για μια ολόκληρη εποχή χαμένων ονείρων και παγκόσμιου τραύματος. Αυτό που επαναδιαπραγματεύεται είναι έννοιες όπως η «φιλία», η «συμφιλίωση», η «ενότητα» - θεμελιώδεις αρχές για το μέλλον Γαλλίας, Ευρώπης και πλανήτη. Αυτό που επαναδιαπραγματεύεται είναι πως αφηγείσαι (κομματιασμένα σε δεκάδες μικρές αφηγήσεις) μια αρχετυπική ιστορία που μοιάζει να έρχεται από την αρχή του κόσμου και που γράφεται στην πραγματικότητα πάνω στο «στρόβιλο της ζωής», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το τραγούδι της ταινίας.
Η μελαγχολία στα μάτια του Οσκαρ Βέρνερ, η εύθραυστη γοητεία στην κίνηση του Ανρί Σερ, η γυναίκα πρότυπο και μαζί η γυναίκα άνθρωπος στο σμιλεμένο πρόσωπο της Ζαν Μορό, τρεις ήρωες που μεταφέρουν μονομιάς την υπαρξιακή αναζήτησή όλης της Ιστορίας της τέχνης, εδώ στη μορφή που δίνει ένα ελεύθερο, τολμηρό, θρασύ συχνά σινεμά που δεν ξεχνάει ωστόσο ποτέ πως πάνω από τα κλεισίματα του ματιού βρίσκεται το βλέμμα, όπως το μεγαλύτερο ψέμα (σαν αυτά που καίει σε μια τόσο υπέροχη σκηνή η Ζαν Μορό) κρύβεται πάντα στην πραγματική ζωή.