Μετά την επιτυχία του «Τέλειοι Ξένοι» — εκείνο το θεατρικής ακρίβειας θρίλερ σχέσεων γύρω από ένα κινητό τηλέφωνο και ένα τραπέζι — ο Πάολο Τζενοβέζε επανέρχεται με μια πιο παιχνιδιάρικη, ρομαντική αλλά και εσωστρεφή κομεντί: το «Αγάπη = Τρέλα». Εδώ το concept είναι τόσο απλό όσο και απολαυστικά μεταφορικό: ένα πρώτο ραντεβού στο διαμέρισμα της γυναίκας, όπου παρόντες δεν είναι μόνο οι δύο ήρωες, αλλά και όλες οι φωνές που κουβαλούν μέσα τους.
Η σκέψη θυμίζει «Τα Μυαλά που Κουβαλάς» της Pixar, μόνο που εδώ τα συναισθήματα δεν είναι παιδικές μεταφορές, αλλά φουλ ενήλικες περσόνες, η καθεμία με το δικό της ένστικτο, την ψευδαίσθηση, τη φοβία και την ανάγκη για επαφή. Στο μυαλό του άντρα (Εντοάρντο Λέο), συνυπάρχουν ο Ερως, ο Ρομέο, ο Βάλιουμ και ο Καθηγητής – εκπροσωπώντας αντίστοιχα το σεξουαλικό ένστικτο, τη ρομαντική πλευρά, τη μελαγχολία/παραίτηση και τη φωνή της λογικής.
Στο μυαλό της γυναίκας (Πιλάρ Φολιάτι), ακούμε τη Αλφα (ηγετική και αυτόνομη), τη Ιουλιέτα (ρομαντική, συναισθηματική), τη Σπίθα (δηλαδή το κομμάτι που αντιδρά παρορμητικά) και τη Νεραϊδούλα (αναφορά στην Τίνκερμπελ, το ονειροπόλο και ευαίσθητο μέρος της προσωπικότητας). Ολοι αυτοί παρεμβαίνουν, σχολιάζουν, επηρεάζουν και —τελικά— συγκρούονται για το ποια φωνή θα επικρατήσει.
Ο Τζενοβέζε στήνει το φιλμ σχεδόν σαν μια θεατρική πρόβα ψυχής. Σε αντίθεση με το κλειστοφοβικό τραπέζι των «Τέλειων Ξένων», εδώ έχουμε ένα πιο ζεστό, προσωπικό διαμέρισμα, γεμάτο αναμονή, αμηχανία, σιωπές και προσδοκίες. Η κάμερα κινείται διακριτικά, σχεδόν δειλά, αφήνοντας το ρυθμό να τον καθορίζουν οι διάλογοι — οι εξωτερικοί και κυρίως οι εσωτερικοί. Το φιλμ παίζει έξυπνα με τη σύγχυση: ποια ατάκα ειπώθηκε και ποια μόνο σκεφτόταν να ειπωθεί; Ποια επιθυμία λογοκρίθηκε εσωτερικά πριν φτάσει στο στόμα;
Η σκηνοθεσία έχει νεύρο, αλλά και μια σαφή διάθεση για χαμόγελο. Ο Τζενοβέζε αγαπά τους χαρακτήρες του και τους αφήνει να εκτεθούν με ευγένεια. Ωστόσο, παρά την απολαυστική ιδέα, η ταινία παγιδεύεται κάπου στη μέση ανάμεσα στη φαντασία και τη συναισθηματική εμβάθυνση. Τα στερεότυπα αντρών και γυναικών — ακόμη και όταν παρουσιάζονται με αυτοσαρκασμό — δεν καταφέρνουν πάντα να σπάσουν. Οι φωνές μέσα στο κεφάλι λειτουργούν περισσότερο ως comic relief παρά ως αληθινές εσωτερικές συγκρούσεις.
Η ερμηνεία της Πιλάρ Φολιάτι είναι ίσως το μεγάλο ατού της ταινίας. Καταφέρνει να δώσει αμηχανία, χιούμορ, ευαλωτότητα και τόλμη με την ίδια φυσικότητα. Ο Εντοάρντο Λέο, πιο μαζεμένος, αποτυπώνει πειστικά έναν άντρα που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη σαγήνη και στον φόβο του ρίσκου. Γύρω τους, οι «φωνές» έχουν χιούμορ και ένταση, αλλά συχνά κινούνται σε επαναλαμβανόμενες τροχιές.
Το «Αγάπη = Τρέλα» δεν φτάνει την αλληγορική δύναμη των «Τέλειων Ξένων», αλλά χτίζει ένα εξίσου ενδιαφέρον σκηνικό σχέσεων. Λιγότερο δηκτικό, πιο τρυφερό, πιο ελαφρύ. Μια ταινία για τις φωνές που μας καθοδηγούν, μας μπερδεύουν, μας προδίδουν και, τελικά, μας κάνουν ανθρώπινους.