Κομμάτι μιας μεγάλης παράδοσης ταινιών που διαδραματίζονται το καλοκαίρι μεταφέροντας αυτή την ανοίκεια αίσθηση του κινδύνου, του μυστηρίου και των «σκιών» της εύστοχης ελληνικής μετάφρασης - η ταινία ονομάζεται «Islands» προφανώς μιλώντας ανεπαίσθητα και για τους ανθρώπους που είναι «νησιά - που συνυπάρχουν μαζί με τη ξεγνοιασιά και το φως της πιο ζεστής εποχής του χρόνου, το φιλμ του Γερμανού Γιάν Ολε Γκέρστερ είναι και πανέμορφο και σέξι και γοητευτικό και μυστηριώδες και φέρνει και κάτι από μια αίσθηση που κάποιος εμπνέεται από τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, χωρίς ωστόσο το απέραντο κενό της υπαρξιακής «περιπέτειας» που αναπόφευκτα φέρνει η συγκεκριμένη αναφορά στο μυαλό.

Η ταινία είναι η ιστορία του Τομ που διδάσκει τέννις σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στο νησί Φουερτεβεντούρα των Καναρίων Νήσων, ενώ στην πραγματικότητα βρίσκεται στα όρια της κατάθλιψης, πίνοντας αλκοόλ και κάνοντας one night stands, σε ανάμνηση της μιας και μόνης «σημαντικής» στιγμής στη ζωή του όπου - όχι στ’ αλήθεια; - είχε αναμετρηθεί με επιτυχία με τον Ραφαέλ Ναδάλ, αποκομίζοντας - λίγο ειρωνικά, λίγο ρομαντικά - το ψευδώνυμο «Ασος». Και οι μέρες περνούν μέχρι που συναντάει μια τριμελή οικογένεια, ένα νεαρό αντρόγυνο που διαφέρει από το μέσο όρο των «θαμώνων» του ξενοδοχείου με τον μικρό τους γιο ο οποίος θέλει να μάθει τένις. Σε ένα μυστηριώδες γύρισμα της τύχης και γοητευμένος ισόποσα και από τα τρία μέλη της οικογένειας, ο Τομ θα γίνει ο αυτοσχέδιος ξεναγός τους στο πανέμορφο νησί, ένα πρόσωπο για να απλώνει το μελαγχολικό βλέμμα της η Αν και ένας σύμμαχος στην άσωτη ζωή για τον Ντέιβ. Ο τελευταίος θα γίνει και το τραγικό πρόσωπο (της ιστορίας) όταν μετά από μια ξέφρενη νύχτα σε ένα κλαμπ με τον Τομ θα εξαφανιστεί από προσώπου Γης.

O,τι ακολουθεί στην ταινία του Γιάν Ολε Γκέρστερ (θυμηθείτε το «Oh Boy» του 2013 που τον έκανε εν μια νυχκτί από τα πιο φιλόδοξα ονόματα του νέου γερμανικού κινηματογράφου), δεν είναι παρά μια αναζήτηση που κρύβει μέσα της πολλαπλές άλλες αναζητήσεις, καθώς το μυστήριο γύρω από την εξαφάνιση του νεαρού άντρα πυκνώνει, ο τόπος μετατρέπεται άξαφνα από παραδεισένιος σε εφιαλτικός και η σχέση ανάμεσα στον Τομ και την Αν παίρνει διαστάσεις που ίπτανται ακόμη και της λογικής. Εκεί υπεισέρχεται (περισσότερο από τον Μ. Νάιτ Σιάμαλαν ή τον Ζακ Ντερέ της «Πισίνας») και ο Αντονιόνι της «Περιπέτειας», αλλά εκεί και το σενάριο που παίρνει το χρόνο του προκειμένου να δημιουργήσει την κατάλληλη υποβλητική ατμόσφαιρα, υπέρ-φορτώνοντας και τις ενδείξεις και τα νέα στοιχεία που οδηγούν διαρκώς τον θεατή σε ένα… λάθος συμπέρασμα.

Η Στέισι Μάρτιν δεν είναι ακριβώς η femme fatale που θα ταίριαζε σε ένα νεο-νουάρ με υπαρξιακές απολήξεις και ο Σαμ Ράιλι (αιώνια στιγματισμένος από το ρόλο του Ιαν Κέρτις στο «Control») βρίσκεται διαρκώς στη γκρίζα περιοχή του ενήλικα που δεν μεγάλωσε ποτέ. Μαζί, ωστόσο, καταφέρνουν να παγιδεύσουν τόσο τους ίδιους όσο και τον θεατή σε ένα στρόβιλο αποκαλύψεων που ο Ολε Γκέρστερ κινηματογραφεί ήσυχα, με τη νωχελική και υπόκωφη ατμόσφαιρα ενός μιας ζεστής νύχτας στο αιώνιο καλοκαίρι. Οσο όμως αργεί την αστυνομική εξέλιξη και επαναλαμβάνεται σε σημαινόμενα, χάνει τη γοητεία δίνοντας χώρο σε μια συμβατική αφήγηση, που κάνει κύκλους γύρω από την ίδια… ισχνή λύση.

Η διαδρομή του ήρωα του, που είναι και το ζητούμενο, ολοκληρώνεται με ανεπαίσθητο τρόπο, σαν ένα καλοκαιρινό βιβλίο μυστηρίου που διαβάζεις στην παραλία, σου πέφτει από τα χέρια, ξεχνάς τη σελίδα που ήσουν και το ξαναπιάνεις από κάπου αλλού. Και αυτό κάπως συνεχίζει να βγάζει νόημα και να σε ενδιαφέρει να δεις τι θα γίνει στο τέλος, ακόμη κι αν η λύση πλέον δεν ενδιαφέρει κανέναν.