[προσοχή: Το παρακάτω κείμενο δεν αποκαλύπτει σημαντικά τμήματα της πλοκής που έχουν νόημα για την αφήγηση της ταινίας, ωστόσο για τις ανάγκες της κριτικής ενδέχεται να χαλάσει εκπλήξεις για όποιον θεατή θέλει να δει την ταινία χωρίς να γνωρίζει τίποτα, γι' αυτό και προτείνουμε να διαβάσετε το κείμενο αφού έχετε δει την ταινία.]
Στην 14η ταινία του ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν ξέρει πια πως είναι δύσκολο να αποτινάξει από πάνω του τα δεσμά της τυποποίησης του σκηνοθέτη των plot twists και των φανταστικών κόσμων που κάτω από το παραμυθένιο δέρμα τους κρύβουν μια απίστευτη κι όμως αληθινή πραγματικότητα. Και κάνει αυτό που θα έκανε οποιοσδήποτε έξυπνος, ταλαντούχος, ακούραστα εφευρετικός άνθρωπος και δη καλλιτέχνης: ενδίδει στην «κατάρα» και παίζει με αυτήν, φτάνοντας ακόμη και στα άκρα της mainstream ανεκτικότητας προκειμένου να φλερτάρει με πάθος έφηβου με τα αγαπημένα του b-movies, τα επιστημονικοφανή θρίλερ των 50s και το - πιο έντονο στο «Old» από οποιαδήποτε άλλη προηγούμενη ταινία του - σύμπαν του «Twilight Zone».
Σίγουρος πως ελάχιστοι θα μπουν πλέον ανυποψίαστοι σε κάθε νέα του ταινία, ο Σιάμαλαν ξεκινάει εδώ με την αποκάλυψη του twist και παραμένει σε αυτό σχεδόν για όλη τη διάρκεια της ταινίας του, προσπαθώντας να βάλει το θεατή σχεδόν στην ίδια θέση με τους ήρωές του. Ενα διαρκές «what the fuck» δηλαδή που μοιάζει με ένα μυστήριο που φυσικά αναζητά λύση, αλλά πριν από αυτό αναζητά γερά νεύρα, αντοχή στην επανάληψη και την άλλοτε προνομιούχα, αλλά και συχνά ανησυχητική αίσθηση του «τι θα έκανα αν συνέβαινε σε μένα;».
Αυτό που συμβαίνει στους ήρωες του «Old» - και δεν είναι spoiler-, είναι ότι στη μαγευτική, απομονωμένη παραλία στην οποία βρίσκονται ο χρόνος τρέχει τόσο ώστε να αρκεί ένα τρίωρο προκειμένου ένα παιδί έξι ετών να γίνει έφηβος.
Η ανακάλυψη θα γίνει σταδιακά και μετά από μια σειρά παράξενων γεγονότων που θα βρουν τον ανθρωπολογική χάρτη αυτής της απίθανης καλοκαιρινής μέρα να αποτελείται από την οικογένεια Κάπα (μπαμπάς, μαμά και δύο παιδιά - φαινομενικά ευτυχισμένοι, στην πραγματικότητα στο κομβικό σημείο ενός διαζυγίου και ενός όγκου), το ζευγάρι των Τζάριν και Πατρίσια Καρμάικλ (φαινομενικά ευτυχισμένοι, στην πραγματικότητα με την Πατρίσια να βιώνει σοβαρά επεισόδια επιληψίας), την οικογένεια του μεγαλογιατρού Τσαρλς και της barbie Κρίσταλ που αποτελείται από την κόρη τους Κάρα, τη γιαγιά και το σκυλάκι της (φαινομενικά κι αυτοί ευτυχισμένοι μέσα στην επίπλαστη ευημερία πίσω από την οποία κρύβεται ένα πολύ σκοτεινό μυστικό), έναν γνωστό ράπερ που βρίσκεται ήδη στην παραλία και το πτώμα μιας κοπέλας που θα ξεβραστεί και θα αποσυντεθεί σε χρόνο ντε τε.
Όλοι οι παραπάνω, όπως μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί, κουβαλάει ο καθένας τις δικές του ανομολόγητες ιστορίες, τα δικά του μυστικά και ψέματα που μπροστά σε μια τόσο ασυνήθιστη συνθήκη θα βρουν δίοδο για να αποκαλυφθούν, προσωπικούς φόβους και ανασφάλειες που θα βρεθούν αντιμέτωπες με την πιο βίαιη εκδήλωση τους. Παρά τις εμφανείς διαφορές τους, όλοι αυτοί οι άνθρωποι μοιάζουν, με τον τρόπο που τελικά μοιάζουν όλοι οι ήρωες στη φιλμογραφία του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν: άνθρωποι τραυματισμένοι, παθολογικά ή ψυχολογικά ευάλωτοι, στο σταυροδρόμι μιας μεγάλης απόφασης για τη ζωή τους - μπορεί και για τον κόσμο όλο.
Το «Old» μπορεί να διαδραματίζεται σε μια πραγματικά απίθανη παραλία, αλλά η λογική του είναι κλειστοφοβική. Οσο περνάει ο χρόνος - και αυτό σε αυτήν την ταινία δεν είναι κάτι τόσο απλό όσο ακούγεται - ο κλοιός σφίγγει γύρω από τα σώματα, αλλά κυρίως το μυαλό, των ερήμην παιχτών ενός παιχνιδιού που μέσα στη φρίκη του, διαθέτει ταυτόχρονα κάτι λυτρωτικό. Την αίσθηση του χώρου - και του χρόνου - επιτείνει η κινηματογράφηση του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν που από τη μία θέλει να μπερδέψει ακόμη περισσότερο (;) τον θεατή με κινήσεις που φεύγουν από τη δράση και κινούνται λες σε μια άλλη (όχι γήινη;) σφαίρα και από την άλλη να τον κάνει να ταυτιστεί με χαρακτήρες που χτίζει άλλοτε με χειρουργική λεπτομέρεια και άλλοτε με χάρτινη (βλ.κλισέ) διάθεση για σάτιρα (θύμα εδώ η οικογένεια του γιατρού), κάτι στο οποίο δεν ήταν ιδιαίτερα καλός ποτέ.
Σε αυτό που ήταν, είναι και θα είναι καλός (κυρίως στη φιλμογραφία του από και μετά το για πολλούς αριστουργηματικό, για λιγότερους «ας μην υπερβάλλουμε» και ας το θεωρήσουμε απλά υποτιμημένο «Lady in the Water»), είναι ο τρόπος με τον οποίο γλιστράει συνεχώς από τη σοβαρότητα στο γκροτέσκο και από την παρωδία στο δράμα, χωρίς να χάνει ούτε ίντσα από την έννοια της κινηματογραφικής απόλαυσης. Στο «Old» αυτό το roller coaster διαθέσεων και ρυθμών είναι σχεδόν σαρωτικό, πράγμα που - ευτυχώς - απομακρύνει τη σκέψη από τα λογικά επιχειρήματα που ακυρώνονται σε κάθε επόμενη απιθανότητα του σεναρίου, από την άλλη όμως φτάνει και σε σημεία που υπερβάλλει με τρόπο αυτοαναφορικό, θα έλεγε κανείς και αλαζονικό αν και ανάμεσα σε πολλά χαρακτηριστικά που μπορείς να προσδώσεις στον δημιουργό του, αυτό δεν σίγουρα είναι το κυρίαρχο.
Πριν την αποκάλυψη του φινάλε - εδώ μια «ο Θεός να την κάνει» κανονική αποκάλυψη και όχι ένα twist - και πριν χαθεί κάθε ευκαιρία για ένα ωραιότατο debate πάνω στην αιώνιο δίλημμα της αναγκαιότητας της ατέλειας της ανθρώπινης φύσης ή της διαρκούς αγωνίας για το τέλειο,η πρόθεση του Σιάμαλαν είναι να προσφέρει σινεμά δυνατής συγκίνησης και συναισθηματικής-νοητικής συμμετοχής του θεατή, σε ένα υβριδικό κινηματογραφικό δοκίμιο πάνω στο χρόνο, την αδυσώπητη ύπαρξή του αλλά και την θεραπευτική του δυνατότητα - προσέξτε πως αυτό έρχεται και συναντά τον πλανήτη σε πανδημία. Η διάθεσή του όμως για συνεχή «δράση» και jump scares δεν βοηθάει το δράμα να απλωθεί τόσο ώστε να αποκτήσει την βαθιά ρομαντική και ελεγειακή διάσταση που είναι φανερό ότι θέλει να προσδώσει (με παράξενη, ίσως λειτουργική μόνο στο κομμάτι του μυστηρίου, αμηχανία στους κεντρικούς ρόλους του Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ και της οριακά off Βίκι Κρίεπς), με την τελική επίστρωση των θεματικών του «Old» να μικραίνει στις διαστάσεις ενός - ήδη κλασικού και χορταστικά απολαυστικού αλλά - επεισόδιου του «Twilight Zone».