Στον πυρήνα του, το «Πάθος της Ζαν Ντ’Αρκ», η μοναδική που θα έσωζες αν όλες οι Ζαν Ντ’Αρκ του κόσμου (ακόμη και η αληθινή) έπρεπε να εξαφανιστούν από προσώπου γης, είναι μια ταινία για το πώς χορογραφείς το θάνατο, αψηφώντας κάθε γνώριμη εκδοχή του «μαρτυρίου», της «αγιοποίησης» ή ακόμη και της «θυσίας» που συνηθίζουν να συνοδεύουν την ιστορία της Γαλλίδας που τέθηκε επικεφαλής των γαλλικών στρατευμάτων στον Εκατονταετή Πόλεμο κατά των Αγγλων στη Γαλλία, κατηγορήθηκε ως αιρετική και εκτελέστηκε με την κατηγορία ότι φορούσε αντρικά ρούχα σε ηλικία μόλις 19 ετών.
Στην πραγματικότητα, αψηφώντας ταυτόχρονα και κάθε γνώριμη αφηγηματική ή κινηματογραφική σύμβαση, αφού ο Δανός Καρλ Ντράγιερ, στην ταινία που τον έφερε στη Γαλλία και μετά από μελέτη ενός έτους πάνω στα πρακτικά της δίκης της Ιωάννας της Λωραίνης, ακολουθεί μια εσωτερική αλληλουχία εικόνων, ήχων και απεικονίσεων, εγκλωβισμένος και αυτός μέσα στο σκηνικό όπου γυρίστηκε όλη η ταινία και με πρώιμους απόηχους ενός δικού του κινηματογραφικού δόγματος που ήθελε τους ηθοποιούς να μην φοράνε μακιγιάζ, το φωτισμό να αλλάζει τη συνήθη ροή της ημέρας και την ταινία να γυρίζεται χρονολογικά, οδηγώντας νομοτελειακά τόσο την ηρωίδα του, αλλά και συνεργείο και θεατές σε μια πορεία χωρίς καμία επιστροφή.
Η φράση του Ντέιβιντ Μπόρντγουελ από το Πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν που συναντάει κανείς σχεδόν σε όλα τα κριτικά κείμενα για την ταινία είναι κάτι παραπάνω από χαρακτηριστική: «Από τα 1.500 κοψίματα (cuts) που έχει η ταινία, ούτε 30 δεν μεταφέρουν ένα αντικείμενο ή πρόσωπο από το ένα πλάνο στο άλλο, ενώ λιγότερα και από 15 ακολουθούν την ίδια δράση». Σε μια μανία αποδόμησης κάθε αφηγηματικής αλληλουχίας, ο Ντράγιερ επικεντρώνεται στη δίκη της Ζαν Ντ’ Αρκ και ειδικότερα σε ό,τι αποτυπώνεται πάνω στο πρόσωπο της Ζαν Ντ’ Αρκ σε ένα σινεμά που μοιάζει να πασχίζει να αποτυπώσει μόνο το συναίσθημα. Συμπληρωματικά ή εννοιολογικά είναι όλα τα πλάνα που εμβόλιμα παρεμβαίνουν ανάμεσα στο πρόσωπο της Ζαν Ντ’ Αρκ καθώς με ταυτόχρονο ιμπρεσιονιστικό και εξπρεσιονιστικό τρόπο - σε μια έκρηξη αντιθέσεων και σε μια συνέχεια που σε αφήνει παντελώς άδειο από ελπίδα - ενσαρκώνει την απόλυτη αντοχή του ανθρώπινου πάνω στη αγριότητα.
Στην Ζαν Ντ’ Αρκ του Ντράγιερ δεν υπάρχουν μάχες, ηρωισμοί, ιστορικές αναφορές ή ακόμη και ενδιαφέρον για μια βιογραφία ψυχολογίας ή έστω περιστατικών. Στη Ζαν Ντ’ Αρκ του Ντράγιερ υπάρχει μόνο η Φαλκονέτι, η ηθοποιός που ο Ντράγιερ είδε στο θέατρο σε μια κωμωδία και πίσω από το βαρύ μακιγιάζ είδε να πάλλεται ένα όργανο από αυτά που κάνουν την έννοια ηθοποιός να αποκτά τις πραγματικές bigger than life διάστασεις του. Στον μοναδικό ρόλο της καριέρας της (θα πέθαινε στα 46 της στην Αργεντινή), η Φαλκονέτι επαναπροσδιορίζει το «δράμα» (θείο ή ανθρώπινο στην περίπτωση της είναι το ίδιο) με τρόπους που ακόμη και σήμερα θα ομολογούσε κανείς ότι δεν έχουν εφευρεθεί, καθώς το βλέμμα της είναι μονίμως τρομαγμένο, οργισμένο και «παθιασμένο», καθώς προσπαθεί να αναγνωρίσει έναν τόπο όπου θα μπορούσε τελικά να ανήκει: πρωτίστως ως γυναίκα και στη συνέχεια ως ηρωίδα, μάρτυρας, Αγία.
Σε αυτό που δίκαια ίσως οι ιστορικοί αναφέρονται ως τη σημαντικότερη γυναικεία ερμηνεία όλων των εποχών, η Φαλκονέτι δεν γίνεται η ίδια μόνο μια ολόκληρη ταινία που, φυσικά, χωρίς λόγια, μοιάζει να περιγράφει ανατριχιαστικά την ανθρώπινη κατάσταση ακριβώς πάνω στη στιγμή της μεγαλύτερης κρίσης της, αλλά και ένα σύμβολο για το ίδιο το πρόσωπο που ως άλλη «εικόνα» αναγκάζει σε λατρευτικές αντιδράσεις, όταν φτάνει στην απόλυτη απόγνωση - όχι επειδή μετράει ώρες πριν το θάνατο αλλά κυρίως γιατί αδυνατεί να βρει κάποιο νόημα πάνω στο μίσος, τη βία και την αγριότητα των (ανδρών) δικαστών. Σε μια αντί-παραβολή που προσομοιάζει με σαφείς αναλογίες τα πάθη του Χριστού, μόνο που εκείνος δεν θα μπορούσε ποτέ να κοιτάξει με το όσο μίσος - τόσο περιφρόνηση. όσο τρόμος - τόσο έλεος, βλέμμα της Ζαν Ντ’Αρκ
Και είναι σε εκείνο το σημείο που μια ταινία η οποία αλλάζει ήδη με τη δημιουργία της την ιστορία του (βωβού) σινεμά, ειδικά μετά την επιτυχία (και τις απαγορεύσεις) που γνώρισε στην εποχή της, γίνεται ταυτόχρονα και μια ρηξικέλευθη πολιτική πράξη που σαρώνει συμβάσεις αφηγηματικές και ηθικές για να γίνει ένα από τα πιο μοντέρνα, ελεύθερα, αιρετικά (!) μανιφέστα για την αυτοδιάθεση αλλά και την διαρκή αντοχή του ανθρώπου απέναντι στη μισαλλοδοξία. Η διαρκής «ιερά» εξέταση που βασίζεται πάνω στα αληθινά αρχεία της δίκης της Ζαν Ντ’ Αρκ, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η τόσο αναγνωρίσιμη αμφισβήτηση της αλήθειας από όσους επιμένουν να μην πιστεύουν στο διαφορετικό, το καινούριο, το μη συμβατικό - όσο διαφορετικό, καινούριο και μη συμβατικό είναι μια γυναίκα που ντύνεται με ανδρικά ρούχα και πιστεύει στη σωτηρία της ψυχής.
Μετουσιωμένη εδώ τελικά ούτε σε Αγία, ούτε σε θηλυκή εκδοχή του Χριστού, αλλά σε ένα έργο τέχνης που θα σε ξεγέλαγε για ομιλών επειδή «φωνάζει» με ανατριχιαστικό τρόπο την παρούσα, επείγουσα, σχεδόν προϋπάρχουσα του ίδιου του μέσου του σινεμά ύπαρξη του. Ως τεκμήριο αλήθειας, πίστης και ομορφιάς, ανά τους αιώνες.