Μια γυναίκα γύρω στα 65 οδηγεί μέσα σε ένα χιονισμένο τοπίο κάπου στη Βόρεια Μινεσότα. Στο δρόμο της συναντάει μόνο ερημιά και δάση. Αναζητά μια λίμνη που βρίσκεται στη «μέση του πουθενά». Θα σταματήσει σε ένα σπίτι για να ζητήσει οδηγίες, αλλά εκεί θα βρεθεί μπροστά σε έναν άντρα με παράξενη συμπεριφορά, με μια κηλίδα αίμα να λερώνει το χιόνι και μια ανοίκεια ατμόσφαιρα που θα νιώσει να την στοιχειώνει. Φτάνοντας στη λίμνη, κυριευμένη από το παρελθόν της κοινής ζωής της με τον σύζυγό της, θα βρεθεί πρωταγωνίστρια σε μια ταινία… τρόμου. Στο σπίτι όπου σταμάτησε και στο οποίο θα επιστρέψει μετά από μια σειρά από παράξενα γεγονότα, θα βρει μια κοπέλα δεμένη στο υπόγειο και στο ρόλο των απαγωγέων τον παράξενο άντρα της αρχής και μια γυναίκα έτοιμη για όλα.
Αυτή είναι η πιο spoiler-free (δεν γίνεται και τίποτα τρομερό εκτοτε) περίληψη μιας ταινίας που θέλει να είναι ένα θρίλερ επιβίωσης, με αποχρώσεις από το «Fargo» (κυρίως το χιούμορ και τη φιλοσοφία του) των αδελφών Κοέν, ταυτόχρονα ένα όχημα στη συσκευασία ενός action movie για το ταλέντο και το εκτόπισμα της Εμα Τόμσον στα 66 της χρόνια, απάντηση δηλαδή στο γεγονός της έλλειψης ρόλων για μια γυναίκα ηθοποιό μετά από μια συγκεκριμένη ηλικία. Και - λίγο ακόμη… - μια ταινία πάνω στο πένθος και την διαδρομή που χρειάζεται να κάνεις προκειμένου να μπορέσεις να κλείσεις τους «ανοιχτούς» κύκλους της ζωής σου.
To «Στα Βάθη του Χειμώνα» είναι όλα αυτά και τίποτε την ίδια ακριβώς στιγμή.
Θρίλερ επιβίωσης ναι, αν και η πλοκή που παραμένει ασαφής μέχρι και το τέλος πλήττεται ανεπανόρθωτα τόσο από απιθανότητες όσο και από μια σχετικά «βασική» αφήγηση που όταν προσομοιάζει σε κλασικό σινεμά κερδίζει το ενδιαφέρον. Μόνο που αυτό συμβαίνει σπάνια, καθώς τα κλισέ έρχονται σαν χιονοστιβάδα να πλακώσουν κάθε υπόνοια πρωτοτυπίας και η αλά «Fargo» εύθυμη διάθεση της Εμα Τόμσον δεν μοιάζει παρά με ένα φλεγματικό δικό της τικ (της Εμα Τόμσον, όχι της ηρωίδας της) ακριβώς τις στιγμές που το σενάριο και η σκηνοθεσία (του Μπράιαν Κερκ της τηλεοπτικής εμπειρίας, ανάμεσα σε άλλα, επεισοδίων του «Game of Thrones») δεν της δίνει να κάνει κάτι παραπάνω.
Η αταίριαστη εικόνα μιας γυναίκας που θα καταλήξει σούπερ ηρωίδα αντέχει εικονογραφικά, αλλά δεν δίνει ποτέ την ευκαιρία στην Εμα Τόμσον να χαθεί στο ρόλο, πράγμα που πετυχαίνει - με ξέφρενα στο όριο του καλτ αποτελέσματα - η Τζιν Γκριρ εδώ σε μια ερμηνεία που θα έπρεπε με κάποιον τρόπο να ξεκολλήσει από αυτό το φιλμ (και από το σενάριο του) και να γίνει μια performance πάνω στη μανία σε μια δική της ταινία.
Κάπου ανάμεσα, όμως, σε ένα προσωπικό ταξίδι «πλήρωσης» που εξερευνά το πένθος, το παράδοξο θρίλερ που δεν γίνεται ποτέ, ένα τοπίο που υποβάλλει μεν αλλά εξαντλεί τις δυνατότητες του ήδη από τα πρώτα δέκα λεπτά και μια αγωνία που εξανεμίζεται από τις τρύπες στην πλοκή και την μη εμπλοκή τελικά με τους ήρωες, το μόνο που μένει είναι διάσπαρτες σκηνές που μοιάζουν με σχέδιο για τις σκηνές που δεν γυρίστηκαν ποτέ και μια διάχυτη αίσθηση χαμένης ευκαιρίας - για όλες τις πιθανές φιλοδοξίες που γέννησαν αυτήν την ταινία.