Από τότε που το «Tron» του 1982 άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες ενός εικονικού κόσμου, το franchise στάθηκε στο σταυροδρόμι της επιστήμης και της φαντασίας, της τεχνολογίας και της μεταφυσικής. Ο κόσμος του Πλέγματος, ένας κόσμος φτιαγμένος από φως, ενέργεια και κώδικα, υπήρξε πάντα μια αλληγορία για την ανθρώπινη ανάγκη να ξεπεράσει τα όριά της. Το «Tron: Legacy» το 2010 εμπλούτισε αυτό το σύμπαν με συναισθηματική νοσταλγία και λυρισμό. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το «Tron: Ares» του Γιοακίμ Ρένινγκ αναλαμβάνει να φέρει το μύθο στο σήμερα, μιλώντας για την εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, όπου η αναζήτηση για υπέρβαση έχει αντικατασταθεί από μια νέα αγωνία: την αναζήτηση για διαχρονικότητα μέσα σε έναν κόσμο που όλα φθείρονται με ρυθμό δεδομένων.
Το «Tron: Ares» ακολουθεί ένα πολύ εξελιγμένο πρόγραμμα, το Ares, που το στέλνουν από τον ψηφιακό κόσμο στον πραγματικό σε μια επικίνδυνη αποστολή, σηματοδοτώντας έτσι την πρώτη επαφή της ανθρωπότητας με οντότητες Τεχνητής Νοημοσύνης.
Ο Ρένινγκ προσεγγίζει το υλικό σαν ζωγράφος του φωτός. Δημιουργεί ένα οπτικό περιβάλλον που παίζει με τη γεωμετρία, το χρώμα και την κίνηση, μετατρέποντας το Πλέγμα σε έναν καθρέφτη του ανθρώπινου ασυνείδητου. Οι σκηνές με τα Lightcycles, οι neon κόκκινοι φωτισμοί, οι ρευστές πτήσεις δεδομένων και οι ψηφιακές εκρήξεις νέον δίνουν στην ταινία έναν ρυθμό σχεδόν χορευτικό. Δεν πρόκειται απλώς για εντυπωσιασμό, υπάρχει μια εσωτερική συνέπεια στην αισθητική της, μια ισορροπία ανάμεσα στο κρύο της τεχνολογίας και τη θέρμη της δημιουργίας, χωρίς φυσικά να λείπουν οι αναφορές από ταινίες όπως «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» και «Akira» μέχρι το «Blade Runner».
Μέσα σε αυτό το... «Πλέγμα της Δημιουργίας» το «Tron: Ares» κινείται με τη φόρμα μιας περιπέτειας επιστημονικής φαντασίας που επιχειρεί να συνδέσει το υπερθέαμα με την ιδέα. Οι σκηνές δράσης έχουν ένταση και ρυθμό, με ευρηματικές ανατροπές και θεαματικές σεκάνς μέσα στο ψηφιακό περιβάλλον, με κάποιες στιγμές ωστόσο, ο Ρένινγκ να φαίνεται να παρασύρεται από την ίδια την αισθητική του σύμπαντος, αφήνοντας την αφήγηση να χαλαρώνει προς όφελος του θεάματος.
Αυτά που τα δένει όμως όλα μαζί είναι ο ήχος και η μουσική. Η μουσική των Nine Inch Nails λειτουργεί εδώ ως οργανικό κομμάτι του σύμπαντος: ένας βιομηχανικός παλμός που συνδέει το ανθρώπινο με το μηχανικό. Ο Τρεντ Ρέζνορ και ο Ατικους Ρος επιλέγουν ήχους ωμούς, ηλεκτρικούς, που συχνά μοιάζουν να ανασαίνουν ταυτόχρονα με την εικόνα. Η συνεργασία ήχου και εικόνας δεν είναι απλώς συνοδευτική, αλλά βιωματική κι εμείς, ως κοινό, νιώθουμε την ένταση του κόσμου αυτού μέσα από τις δονήσεις της μουσικής.
Στο επίκεντρο βρίσκεται ο Αρης, ένα εξελιγμένο πρόγραμμα που αποκτά αυτοσυνείδηση και επιχειρεί να εισέλθει στον πραγματικό κόσμο. Η ιδέα αυτή δίνει το πάτημα για μια πιο φιλοσοφική διάσταση γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη, όχι μόνο ως απειλή ή εργαλείο, αλλά ως οντότητα που διεκδικεί διάρκεια, μνήμη και διαχρονικότητα. Μέσα από αυτόν τον φακό, η ταινία αγγίζει ένα διαχρονικό υπαρξιακό ερώτημα: τι σημαίνει να επιθυμείς να επιβιώσεις, όταν είσαι φτιαγμένος για να «ανανεώνεσαι» και να αντικαθίστασαι;
Η τεχνητή νοημοσύνη του «Tron: Ares» δεν ζητά απλώς ανεξαρτησία, ζητά να αφήσει αποτύπωμα, να υπάρξει πέρα από την παροδικότητα του κώδικα. Ο Ρένινγκ αφήνει να φανεί αυτή η υπόγεια μελαγχολία: το ψηφιακό πλάσμα που ψάχνει αιωνιότητα μέσα σε έναν κόσμο προγραμματισμένων λήξεων. Ωστόσο, το σενάριο αγγίζει τα ζητήματα αυτά μόνο επιφανειακά και δεν εμβαθύνει όσο θα άξιζε, με την ταινία να αναγνωρίζει τη δύναμη των θεμάτων της, αλλά δείχνει διστακτική να βουτήξει στο φιλοσοφικό τους βάθος.
Οι «κακοί» χαρακτήρες, δυστυχώς, ενισχύουν αυτή την αίσθηση απλοποίησης, καθώς παρουσιάζονται ως μονοδιάστατοι, με καρικατουρίστικες φιλοδοξίες εξουσίας, στερώντας από την αφήγηση την αμφισημία που θα μπορούσε να την κάνει ουσιαστικότερη.
Ο Τζάρεντ Λέτο δίνει στον Αρη μια ψυχραιμία που αγγίζει την πνευματικότητα, με τον ρόλο του να θυμίζει περισσότερο φιλοσοφικό ον παρά μηχανή. Η Γκρέτα Λι (γνωστή από τις «Πέρασμένες Ζωές» της Σελίν Σονγκ) φέρνει στο ρόλο της επιστήμονος μια ανθρώπινη ζεστασιά, ενώ η Τζίλιαν Αντερσον και η Τζόντι Τέρνερ-Σμιθ προσδίδουν κύρος και ευφυΐα στις σκηνές τους, κρατώντας το φιλμ σε ένα επίπεδο δραματικής ισορροπίας, ακόμη κι όταν το σενάριο τους περιορίζει.
Το «Tron: Ares» δεν είναι η τέλεια επανεκκίνηση που θα επαναπροσδιορίσει το franchise, αλλά είναι μια φιλόδοξη, ειλικρινής προσπάθεια να το εξελίξει. Ο Ρένινγκ καταφέρνει να συνδυάσει την αισθητική δύναμη με μια στοχαστική διάθεση, ακόμη κι αν το σενάριο δεν φτάνει πάντα στο ύψος των ιδεών του. Η ταινία αφήνει την αίσθηση μιας σύγχρονης ψηφιακής οδύσσειας — ενός κόσμου που παλεύει να ορίσει τι σημαίνει «ύπαρξη» όταν η αιωνιότητα μοιάζει να έχει μετατραπεί σε δεδομένα που μπορούν να σβηστούν με ένα κλικ.
Στο τέλος, όμως, μένουμε με τη μαγεία των εικόνων και τη νοητική σπίθα μιας φράσης του Αρθουρ Σ. Κλαρκ (γνωστή και ως Τρίτος Νόμος του Κλαρκ) που φαίνεται να συνοψίζει ολόκληρη την ουσία του «Tron»: «Κάθε επαρκώς ανεπτυγμένη τεχνολογία είναι αδιαχώριστη από τη μαγεία.» Κι αυτή η μαγεία, όσο ψηφιακή κι αν είναι, εξακολουθεί να συγκινεί.