Αν το «Vampyr» θυμίζει περισσότερο Ζαν Κοκτό παρά Τοντ Μπράουνινγκ, αυτό συμβαίνει γιατί ο Καρλ Ντράγιερ μετουσιώνει στην πρώτη ομιλούσα του ταινία μάλλον μια ωδή πάνω στο «ανείπωτο», παρά μια ευθεία εξπρεσιονιστική γραμμή για τη «φανέρωση» του κακού που ενώνει - συνειδητά ή μάλλον ασυνείδητα - το «Nοσφεράτου» του Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου με τον «Δράκουλα» που ενσάρκωσε ο Μπελά Λουγκόζι, ήδη στη μεγάλη οθόνη, όσο ο Ντράγιερ περίμενε να δει τη δική του ταινία, μετά από μια μεγάλη περιπέτεια παραγωγής και post - production, να βγει στις αίθουσες.

Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Ο ήχος φτάνει στο σινεμά, μουδιάζοντας όσους δεν τον είχαν ανάγκη μέχρι εκείνη τη στιγμή για να «ακουστούν». Ο Καρλ Ντράγιερ έχει μόλις ολοκληρώσει τον άθλο του «Πάθους της Ζαν ντ’ Αρκ» και φτάνει στο Λονδίνο, εκεί όπου γυρίζονταν οι περισσότερες ευρωπαϊκές μιλούσες ταινίες. Εκεί θα γνωρίσει τον συμπατριώτη του, Δανό συγγραφέα Κρίστεν Τζουλ και μαζί θα αναζητήσουν ιστορίες που θα μπορούσαν να στηρίξουν μια ιστορία του μεταφυσικού που ο Ντράγιερ ήθελε για την επόμενη του ταινία. Η έμπνευση θα βρεθεί σε μια συλλογή διηγημάτων του Σέρινταν Λε Φανου με τίτλο «In a Glass Darkly» με δύο από τις ιστορίες του βιβλίου να γίνονται η βάση για το «Vampyr», μια τυπική ιστορία ενός επισκέπτη που φτάνει σε ένα μικρό χωριό για να ανακαλύψει πως αυτό είναι στοιχειωμένο από παράξενα απέθαντα πνεύματα.

Οσο η συνθήκη μοιάζει γνώριμη - όπως υποστηρίζουν θεωρητικοί και όχι άδικα, όλοι όσοι ασχολήθηκαν με το μύθο του Δράκουλα είχαν διαβάσει το αριστούργημα του Μπραμ Στόκερ - τόσο ο Ντράγιερ απομακρύνεται από το απτό και ίπταται σε ένα σύμπαν όπου η διάθλαση του φωτός γίνεται μέρος της αφήγησης, τα ανορθόδοξα πλάνα οδηγούν σε έναν εφιάλτη από μόνο του και η τεχνική του βωβού σινεμά επιβάλλεται πάνω στον ήχο για τη δημιουργία μιας παραισθησιογόνας εμπειρίας που, φτιαγμένη από ανάγκη τελικά, μοιάζει δεκαετία με την δεκαετία να βρίσκει στην ταινία αυτή τις σωστές, σχεδόν τεκτονικές της διαστάσεις.

Και, για καλό ή για κακό, όχι ερήμην του μύθου ή της ίδιας της θέσης της ταινίας του Ντράγιερ μέσα στη μυθολογία των βαμπίρ.

Γυρισμένο στο ίδιο χωριό όπου υποτίθεται ότι διαδραματίζεται, στο Κουρτεμπιέρ της Γαλλίας, το «Vampyr» βρήκε τον πρωταγωνιστή του στον άνθρωπο που το χρηματοδότησε: έναν αριστοκράτη με το όνομα Νικόλας ντε Γκούνζμπουργκ ο οποίος επαναστάτησε απέναντι στην οικογένεια του που δεν τον άφηνε να γίνει ηθοποιός με το ψευδώνυμο Τζούλιαν Γουέστ. Γύρω του, ο Ντράγιερ, συγκέντρωσε ερασιτέχνες και ανθρώπους του χωριού, αλλά κυρίως ανθρώπους που ήταν διατεθειμένοι να γίνουν πιόνια μιας σχεδόν πειραματικής εργασίας: η ταινία γυρίστηκε σαν βωβή, με ήχο όχι σύγχρονο, αλλά με τους ελάχιστους διαλόγους της ταινίας σε τρεις διαφορετικές γλώσσες - αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά.

Μια μικρή (ή μεγάλη τώρα πια όπως ακούγεται και κυρίως όπως μοιάζει) επανάσταση απέναντι σε μια βιομηχανία που άλλαζε, αλλά την ίδια ώρα που όδευε προς μια μαζικοποίηση, διέθετε όλο το οπλοστάσιο για να ανατινάξει κάθε σύμβαση. Σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα που γέννησε την ίδια εποχή και τον «Ανδαλουσιανό Σκύλο» του Λουίς Μπουνιουέλ και το «Αίμα του Ποιητή» του Ζαν Κοκτό - εμπνεύσεις σαφείς για τον Ντράγιερ που συμπεριφέρεται στο γοτθικό του παραμύθι περισσότερο με όρους ρομαντισμού και μυθολογίας, πετυχαίνοντας όχι μόνο μια απόκοσμη ατμόσφαιρα που σου παγώνει το αίμα αλλά και μία κυριολεκτική επανατοποθέτηση της ίδιας της αφήγησης.

Κάρτες από την μεγάλη παράδοση του βωβού σινεμά, ελλειπτική αφήγηση που αφήνει το μυστήριο να πυκνώνει σαν την ομίχλη στα εξωτερικά πλάνα που σταδιακά, μετά από απαίτηση του Ντράγιερ στον Διευθυντή Φωτογραφία Ρούντολφ Ματέ έγιναν όλα ένα φλου στρώμα που σε κάνει να θες να πλησιάσεις την οθόνη τρέμοντας για να αντικρίσεις την αλήθεια, επαναλήψεις και στακάτο, ασύνδετο φαινομενικά μοντάζ, λανθασμένη ταχύτητα στην κίνηση και μια ολόσωστη επαναφορά στο καλό κάθε φορά που η επίσκεψη του «κακού» μετατοπίζει την ίδια τη ροή του κόσμου. Είναι στιγμές που βλέποντας το «Vampyr» πιστεύεις ότι βλέπεις μάλλον μια μεγάλη υπαρξιστική ιστορία περισσότερο από μια ταινία τρόμου που τελικά βρίσκεται εκεί για να σε καθησυχάσει, όχι μόνο για τις αφανείς δυνάμεις που αιωρούνται ανάμεσα στους νεκρούς και τους ζωντανούς, αλλά και για το σινεμά που κάθε φορά που στριμώχτηκε (είτε από την ίδια του την εξέλιξη είτε από εγγενείς παράγοντες) βρήκε τρόπο να γίνει κάτι ακόμη πιο πρωτοπόρο, εμπνευστικό και διαχρονικό.

«Ήθελα να κάνω μια ταινία που να μην μοιάζει με τις υπόλοιπες. Αν θέλετε, να ανοίξω νέους δρόμους για το σινεμά», δήλωνε ο Ντράγιερ ακόμη κι όταν είδε το «Vampyr» να αποτυγχάνει να συγκινήσει Γερμανούς, Γάλλους και Αγλλους - στις τρεις γλώσσες που είχε γυριστεί η ταινία - περιμένοντας μετά θάνατον (τι ταιριαστό!) μια αναγνώριση για ένα έργο που πριν από την πρωτοπορία του λειτουργεί ως εμπειρία και πριν από την εμπειρία, λειτουργεί ως μια συλλογική απελευθέρωση μιας τόσο έντονη δύναμης (σε όλο το φάσμα από πνευματική μέχρι σεξουαλική σε ισόποσες δόσεις) που διασχίζει αιώνες αθανασίας για να φτάσει υπενθυμιστικά στο σήμερα ως φυσικά κάτι που δεν μοιάζει με οτιδήποτε και που ανοίγει νέους δρόμους, Και μόνο επειδή ένα ζευγάρι μάτια το κοιτά με έκπληξη, απορία, τρόμο, θαυμασμό, δέος.