Οι ταινίες του Μπουνιουέλ δεν σου ζητούν να τις καταλάβεις, σου ζητούν να βυθιστείς μέσα τους με οδηγό το υποσυνείδητο. Κι αυτή εδώ, μια από τις πιο δομημένες και αφηγηματικές και ταυτόχρονα σουρεαλιστικές ταινίες του πολυμήχανου, εμπνευσμένου Ισπανού δημιουργού, σε εγκλωβίζει σ' ένα σπίτι για να κοιτάξεις στον παραμορφωτικό καθρέφτη της την παρακμή της υψηλής τάξης και μαζί να γελάσεις και να κλάψεις.

Σ' αυτό εδώ το μπουνιουελικό σύμπαν, μια παρέα αριστοκρατών αδυνατεί, παρά τη θέλησή της, ή μήπως εξαιτίας της, να αποχωρήσει από το σαλόνι ενός πολυτελούς σπιτιού μετά από ένα δείπνο. Η λογική καταρρέει, η κοινωνική τάξη διαλύεται και το γέλιο προκύπτει όχι από ευφυολογήματα, αλλά από το ίδιο το παράλογο της κατάστασης.

Το χιούμορ της ταινίας είναι υπόγειο, ένα σαρδόνιο χαμόγελο που δεν ξέρεις αν πρέπει να το φοβηθείς ή να το μιμηθείς. Η αναλογία εμφανής, σ' αυτή τη σάτιρα της κοινωνικής ακινησίας, της τελετουργικής προσκόλλησης στην τάξη, τους ρόλους, τις συνήθειες που χαρίζουν μια ευτυχία και κλέβουν μια λύτρωση.

Ο Μπουνιουέλ δεν καταφεύγει σε εξηγήσεις. Τον ενδιαφέρει το πώς μια ομάδα ανθρώπων, θεωρητικά μορφωμένων, ευγενών, πολιτισμένων, μετατρέπεται σιγά-σιγά σε κοπάδι - όπου τα ζωντανά φορούν γραβάτες και τουαλέτες - που κοιμάται στο πάτωμα, ψιθυρίζει προσευχές και κοιτάζει καχύποπτα τον διπλανό του. Η παρακμή δεν έρχεται με βία, αλλά με σιωπή. Και η σάτιρα του Μπουνιουέλ λειτουργεί ακριβώς έτσι: αργά, μεθοδικά, με την αίσθηση πως κάτι σάπιο κρύβεται κάτω από το βελούδο των καναπέδων.

Το σουρεαλιστικό στοιχείο δεν είναι εδώ για να εντυπωσιάσει, είναι το ίδιο το περιβάλλον της ιστορίας. Στον κόσμο του «Εξολοθρευτή Αγγέλου», τα (κυριολεκτικά) πρόβατα μπαίνουν απλώς στο σαλόνι και κανείς δεν αναρωτιέται γιατί. Οπως και στην πραγματική ζωή, το παράλογο έχει γίνει αποδεκτό, μόνο που εδώ, μέσα από τη φόρμα της επανάληψης, η στατικότητα, το σβήσιμο των «κανόνων», αποκαλύπτονται με σχεδόν θεατρική καθαρότητα. Το αποτέλεσμα είναι ένα έργο απόλυτα κινηματογραφικό, ταυτόχρονα θεατρικό, που μοιάζει με εφιάλτη ή με μια επιστημονική μελέτη περίπτωσης.

Ο «Εξολοθρευτής Αγγελος» έχει τρυπώσει στην κινηματογραφική ιστορία, αφήνοντας το ίχνος του σε ταινίες ως τον «Αστακό» του Γιώργου Λάνθιμου ή τα «Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-χο. Κλειστοί χώροι, ταξική αποδόμηση, φλέγμα που αγγίζει τη σκληρή ειρωνία. Ωστόσο, ο ίδιος ο Μπουνιουέλ επέστρεψε δέκα χρόνια αργότερα στην ίδια ιδέα με ακόμη μεγαλύτερη χάρη. Στην «Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας», οι ήρωες δεν ακινητοποιούνται από αόρατες δυνάμεις, αλλά από την ίδια την επιθυμία τους να συμμορφωθούν. Το παράλογο εκεί δεν είναι κραυγαλέο, είναι υφασμένο μέσα στην καθημερινότητα. Η ειρωνεία είναι πιο κομψή, πιο διαβρωτική, σχεδόν μουσική. Αν, λοιπόν, από κάποιον ξεπερνιέται ο «Αγγελος», είναι μόνο από τον ιδιοφυή δημιουργό του, στην περαιτέρο ωριμότητά του.