Οταν ένας δημοσιογράφος ρώτησε κάποτε τον Λουίς Μπουνιουέλ γιατί πίστευε ότι «Η Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας» κέρδισε το Ξενόγλωσσο Όσκαρ, εκείνος απάντησε ότι πιθανότατα δωροδόκησαν την Ακαδημία οι παραγωγοί.
Αυτή η βιτριολική απάντηση, τόσο πιστή στο πνεύμα και την οξύνοια του ήδη στην όγδοη δεκαετία της ζωής του σκηνοθέτη και τόσο ενδεικτική της αδιαφορίας του για τα βραβεία, αντηχεί κάτι από την ανελέητα καυστική ορμή με την οποία ο Μπουνιουέλ επιτίθεται για μια ακόμη φορά στην αγαπημένη του αστική τάξη, σ’ αυτό το δεύτερο μέρος της άτυπης τριλογίας (που ξεκίνησε με τον «Γαλαξία» και κορυφώθηκε με το «Φάντασμα της Ελευθερίας») για την αμείλικτη φύση των κοινωνικών ιεροτελεστιών, το οποίο όχι μόνο έγινε η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του, αλλά και παραμένει ακόμα σήμερα μια απόλυτα επίκαιρη αιχμηρή σάτιρα, σκληρή πίσω από την σαμπανιζέ της ελάφρότητα, όπως ακριβώς ο ιδανικός πάγος στο αγαπημένο κοκτέιλ του σκηνοθέτη, το dry martini που έχει φυσικά την τιμητική του στην ταινία.
Στο ίδιο πνεύμα με τον αριστουργηματικό «Εξολοθρευτή Αγγελο», αλλά και σε μια αντίστροφη ανάγνωση της προβληματικής του, ο Μπουνιουέλ εγκλωβίζει τους έξι ήρωές του, όλους φτασμένους μεγαλοαστούς με πλήρη συνείδηση των προνομίων της κοινωνικής τους υπεροχής, μέσα σε ένα ατέρμονα σουρεαλιστικό σύμπαν, στο οποίο μέσα από κωμικοτραγικές βινιέτες προσπαθούν να συγκεντρωθούν για να γευματίσουν όλοι μαζί, το τελετουργικό της συνεστίασης, όμως, διακόπτεται διαρκώς από αναπάντεχα κι ευτράπελα συμβάντα, με μια εντροπική κι ονειρική ροή που δυναμιτίζει όχι μόνο αυτή την τόσο προσφιλή μορφή κοινωνικού συγχρωτισμού, αλλά και την ίδια την αντίληψή των ηρώων και των θεατών για τη φύση της πραγματικότητας.
Με μια σαρδόνια σχολαστικότητα που ρέπει προς τον σαδισμό, αλλά την ίδια στιγμή και με μια βαθιά κατανόηση στην ανθρώπινη αδυναμία και στις αντιφάσεις ενός έλλογου είδους που ταλανίζεται από το ορμέμφυτο, όλες οι κοινωνικές συμβάσεις του «πολιτισμένου» και «καλού» κόσμου μπαίνουν με χειρουργική ακρίβεια στο μικροσκόπιο του Μπουνιουέλ, θυμίζοντας γιατί η εντομολογία ήταν μια από τις μεγάλες αγάπες του Ισπανού σκηνοθέτη. Οι ήρωές του μοιάζουν με πειραματόζωα που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον λαβύρινθο του παραλογισμού της ανθρώπινης ύπαρξης και των συμβάσεων της αστικής κοινωνίας που οι ίδιοι δημιούργησαν.
Είτε πρόκειται για την επέμβαση του στρατού και της αστυνομίας, είτε για το θάνατο ενός εστιάτορα, το πτώμα του οποίου φυλάσσεται ακριβώς δίπλα στην κουζίνα και τα τραπέζια, είτε για την πολυτελή τραπεζαρία που μετατρέπεται σε θεατρική σκηνή και τα κοινωνικά υποκείμενα μετατρέπονται σε αντικείμενα θέασης, οι πολιτικοί θεσμοί, η θρησκεία, το σεξ, ο πολιτικός ακτιβισμός και η τρομοκρατία αποδομούνται και διακωμωδούνται με μια απαράμιλλη κοσμοπολίτικη φινέτσα, πίσω από το γέλιο, ωστόσο, απογυμνώνονται οι εξουσιαστικές δομές, οι ανασφάλειες, οι ενδόμυχοι φόβοι και τα απωθημένα που ελλοχεύουν στα τελετουργικά της αβρότητας και τις επιδείξεις της μακάριας ευδαιμονίας, από μια ομάδα κατά βάσει τρομαγμένων όντων.
Η μαεστρία με την οποία ο Μπουνιουέλ ενορχηστρώνει αυτό το φαινομενικά άναρχο υλικό, δομώντας τα αλλεπάλληλα επίπεδα ενός ονείρου που κρύβεται μέσα σε ένα άλλο όνειρο (δεκαετίες πριν το «Inception»), είναι υποδειγματική. Με έναν νεανικό ενθουσιασμό που κάθε άλλο παρά σε 72χρονο βαρήκοο σκηνοθέτη παραπέμπει, ο αφηγηματικός μίτος ξεδιπλώνεται, ανασυντάσσεται και και αναστοχαστικά αναδιπλώνεται με διάστικτες ιδιοφυείς πινελιές, όπως ο ιερέας-κηπουρός, η μεσήλικας υπηρέτρια που μοιάζει με εικοσάρα, η αστρολογική ανάλυση στο ωροσκόπιο του πρέσβη (που μοιράζεται -φυσικά-διόλου τυχαία την ίδια ημερομηνία γέννησης με τον σκηνοθέτη), ενώ ακόμα και ο ηχητικός σχεδιασμός υπονομεύει ήρωες και θεατές μαζί, αποκρύπτοντας καίριες ή ακόμα και αδιάφορες στιχομυθίες.
Στο αινιγματικό τέλος, οι έξι ήρωες θα περπατήσουν μαζί, δίχως κάποιον φανερό προορισμό. Σαν ένα άλλο σισύφειο μαρτύριο ή σαν την αέναη επιστροφή σε έναν δρόμο στη μέση του πουθενά χωρίς αρχή και τέλος, η μπουρζουαζία του Λουίς Μπουνιουέλ θα τραβήξει τη δική της πορεία, αναμφίβολα γοητευτική, μάλλον αβέβαιη, αλλά σίγουρα αποπροσανατολισμένη, μέσα στη συλλογική μοναξιά της.