Υπάρχει κάτι σχεδόν γοητευτικά ξεπερασμένο στο σύμπαν του «Πειρατή Μαυροδόντη» – ένας κόσμος πειρατών, δράκων, απαγωγών και απόκρυφων αντικειμένων, δομημένος για να ξυπνά τη φαντασία των μικρών θεατών. Ωστόσο, στη νέα του ταινία, «Ο Πειρατής Μαυροδόντης και η Κόμισσα του Γκρελ», αυτό το σύμπαν δείχνει περισσότερο εγκλωβισμένο στις φόρμες του παρελθόντος παρά ανανεωμένο για το σήμερα.

Δύο καλύτεροι φίλοι, η Ρέιβεν και ο Πίνκι, υπηρετούν υπό τον πειρατή Μαυροδόντη, τον τρομερό βασιλιά των επτά θαλασσών. Οταν η Σιβύλλα, η πανούργα κόμισσα του Γκρελ, επιτίθεται στο πλοίο τους, κλέβει ένα πολύτιμο μενταγιόν και απαγάγει τον Πίνκι (όλα είναι μέρος του σχεδίου της να παγιδεύσει τον Μαυροδόντη και να κατακτήσει την πατρίδα των πειρατών). Η Ρέιβεν, μαζί με τον πειρατή, έναν δράκο και έναν εκκεντρικό μάγειρα πρέπει να σταματήσουν την κόμισσα και να σώσουν τον Πίνκι.

Η σκηνοθεσία είναι ευθύγραμμη, σχεδόν μηχανική. Οι ρυθμοί είναι επίπεδοι – ούτε η ένταση ανεβαίνει πραγματικά ούτε το χιούμορ παίρνει την κωμική φόρα που θα περίμενες από ένα animation αυτού του είδους. Υπάρχει μια αίσθηση πως οι σκηνές συνδέονται με κόλλα από storyboard, χωρίς πραγματική αφήγηση να τις διαπερνά.

Από την άλλη το animation, αν και τεχνικά άρτιο, μοιάζει με φτηνή απομίμηση του μεγάλου κινηματογραφικού CGI: χαρακτήρες με ψυχρά μάτια, κινήσεις που αγγίζουν το ρομποτικό και χρώματα τόσο έντονα που κουράζουν. Είναι σαν να βλέπεις μια καλοστημένη cutscene από βιντεοπαιχνίδι και όχι ένα φιλμ που θέλει να σε μαγέψει, με το art direction να μένει στην επιφάνεια – ούτε μια σκηνή δεν καταφέρνει να ξεχωρίσει οπτικά, να αφήσει αποτύπωμα.

Τα θετικά βρίσκονται κυρίως στα θεματικά επίπεδα, καθώς η ταινία προσπαθεί – έστω μηχανικά – να μιλήσει για τη φιλία, την πίστη και την επιμονή απέναντι στις δυσκολίες. Το κάνει, όμως, χωρίς πραγματική συναισθηματική δύναμη. Ο,τι θα μπορούσε να γίνει συγκινητικό, μένει προβλέψιμο. Ο,τι θα μπορούσε να γίνει αστείο, καταλήγει απλώς… ανώδυνο.

Το «Ο Πειρατής Μαυροδόντης και η Κόμισσα του Γκρελ» είναι μια ταινία που θα κρατήσει τους μικρούς θεατές απασχολημένους για ενενήντα λεπτά, χωρίς όμως να τους εμπνεύσει, να τους παρασύρει ή να τους μείνει. Είναι ένα ταξίδι που ξεκινά με καλές προθέσεις αλλά δεν βρίσκει ποτέ τη σωστή ρότα. Σαν καράβι που πλέει με μηχανή στον αυτόματο και όχι με πανιά.