Η Κέιτ Μπέκνσεϊλ είναι τρομερά όμορφη γυναίκα. Με το νόστιμο, σέξι μουτράκι της, παρότι εδώ αγκυλωμένο σε μόνιμα μισάνοιχτα χείλη και ανέκφραστο μέτωπο, με το αθλητικό, ευλύγιστο κορμί της, είτε φοράει κίνκι μαύρα δερμάτινα, είτε οικογενειακά κασμίρ, μιλώντας μονίμως με μπάσα, ψιθυριστή φωνή, ακόμα κι όταν είναι βέβαιο ότι δεν χρειάζεται, ακόμα κι όταν ετοιμάζεται να ρίξει ξυλίκι πιο άγριο κι απ' ό,τι η Σαρλίζ Θερόν στο «Atomic Blonde». Ναι, η Κέιτ Μπέκινσεϊλ είναι κούκλα, αλλά πόση ώρα ταινίας μπορεί να στηρίξει αυτό το γεγονός;

Εδώ, η Κέιτ υποδύεται την Εϊβερι, υψηλού κύρους πράκτορα της CIA, η οποία βρίσκεται εγκλωβισμένη όταν μια τρομοκρατική οργάνωση απάγει τον άντρα της και την εκβιάζει να προδώσει κρατικά μυστικά που πρέπει μόνη της ν' ανακαλύψει στον κόσμο των γκάνγκστερ.

Αν η βασική υπόθεση αυτής της περιπέτειας δράσης θυμίζει «Taken», είναι γιατί πράγματι σκηνοθετεί ο Πίτερ Μορέλ, με μπόλικο γνώριμο μπουνίδι (πολεμικές τέχνες, κυρίως), αντιστρέφοντας, δήθεν επίκαιρα, τους ρόλους, το φύλο του μοναχικού εκδικητή και μεταφράζοντας την «αντρίλα» ενός Λίαμ Νίσον σε... τι; μια σεξοβόμβα που δέρνει σαν άντρας; Deep. Το μεγαλύτερο μειονέκτημα, ωστόσο, της ταινίας, εκτός από μια ανεκδιήγητη ανατροπή στην πορεία της, είναι ότι, σε αντίθεση με το «Taken» και τους απογόνους του, δεν διαθέτει χιούμορ (η πιο «αστεία» σκηνή είναι εσωτερικής κατανάλωσης, όταν η Αγγλίδα Μπέκινσεϊλ, που στην ταινία υποδύεται την Αμερικανίδα, προσποιείται την Αγγλίδα όταν είναι undercover), παίρνει την υπόστασή του εξαιρετικά σοβαρά και παρά τις δυνατές σκηνές δράσης, δεν σε παρασύρει στιγμή.