Στη Γαλλία της δεκαετίας του '70, η Βανέσα κι ο σύζυγός της Ρόλαντ, εκείνη πρώην χορεύτρια εκείνος Αμερικάνος συγγραφέας, ταξιδεύουν στη χώρα. Απομάκροι μεταξύ τους θα βρεθούν σε μια ήσυχη παραλιακή πόλη, όπου θα γνωρίσουν μερικούς από τους πιο θορυβώδεις κατοίκους της: έναν ιδιοκτήτη καφέ - μπαρ, ένα ξενοδόχο, αλλά και τα κομμάτια της κατεστραμμένης σχέσης τους που δεν είναι σίγουρο ότι μπορούν να ξανακολλήσουν...

Το γεγονός ότι η Αντζελίνα Τζολί καταφέρνει να κάνει δύο από τους πιο γοητευτικούς σταρ της εποχής μας να μοιάζουν πιο βαρετοί κι από αυτό που συμβαίνει στη σχέση τους είναι μάλλον κολακευτικό σχόλιο, αφού αποδεικνύει πως τουλάχιστον κάνει κάτι μέσα σε δύο ώρες χαμένου κινηματογραφικού χρόνου που περνούν σαν αιώνες ακατάσχετης (εν είδει) αφηγηματικής φλυαρίας.

Το μεγάλο πρόβλημα του «Δίπλα στη Θάλασσα» είναι ότι δεν βρίσκεται μόνο «δίπλα» στη θάλασσα αλλά και δίπλα σε οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι η ουσία του, η αφορμή για την υπαρξή του και το τελικό του σχόλιο πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και τον τρόπο που αυτές μπορούν να γίνουν σινεμά που να ενδιαφέρει και να αφορά περισσότερους από τη δημιουργό του που – επιμένοντας σε κάθε της δημόσια δήλωση πως η ταινία δεν έχει τίποτα το βιωματικό – ξέχασε τελείως πως ακόμη και μια ταινία εντελώς μυθοπλασίας πρέπει να μοιάζει με κάτι που έχεις ζήσει.

Παγιδευμένη μέσα σε μια ιδέα που διαθέτει μόνο ψήγματα από αυτό που θα μπορούσε να είναι – την αναζοπύρωση της σχέσης ενός ζευγαριού μέσα από την ηδνοβλεπτική τους εμμονή με ένα νιόπαντρο ζευγάρι - η Αντζελίνα Τζολί ξοδεύει κυριολεκτικά όλο το χρόνο της προκειμένου να «εμβαθύνει» στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες απλώνοντας σε κάθε γωνιά του υπέροχου διαμερίσματος και της ειδυλλιακής Κυανής Ακτής (τα γυρίσματα έγιναν στη Μάλτα) τη μοναξιά, την απελπισία και την ταυτόχρονη αδιαφορία και νοσταλγία τους για το τέλος της σχέσης τους.

Στην πραγματικότητα δεν φτάνει ούτε εκατοστό πιο βαθιά από τα δακρυσμένα μάτια της ίδιας και την αγέρωχη απογοήτευση που περιφέρει με ομολογουμένως ώριμη εμπειρία ο Μπραντ Πιτ, όλα εκφρασμένα σε επαναλαμβανόμενες (μέχρι σημείου εξάντλησης) σκηνές αδράνειας που κορυφώνονται μόνο όταν πια δεν σε ενδιαφέρει κανένας από τους δύο και μόνο τόσο, ώστε το παιχνίδι με την τρύπα που τους επιτρέπει να κρυφοκοιτούν τις ερωτικές περιπτύξεις του ερωτευμένου ζευγαριού της διπλανής πόρτας να γίνεται πιο βαρετό και από σεναριακό τέχνασμα.

Η Αντζελίνα Τζολί – μια κατά τ’ άλλα σίγουρη σκηνοθέτης αν και όχι με αξιώσεις δημιουργού, όπως φάνηκε και στις δύο προηγούμενες ταινίες της, το «In the Land of Blood and Honey» και το «Unbroken» - δεν ξέρει αυτούς τους χαρακτήρες για τους οποιούς πασχίζει να αποδείξει ότι ενδιαφέρεται, δεν ξέρει πώς να τους κινηματογραφήσει σαν αρχετυπικά σύμβολα και κυρίως δεν ξέρει τι ακριβώς ταινία κάνει – ένα δοκίμιο πάνω στην αποξένωση, μια ματιά πάνω στην καθημερινότητα μιας σχέσης, μια κινηματογραφική σκέψη πάνω στη μελαγχολία, ένα copy της δικής της ιδέας για το τι ήταν σινεμά των 70s;

Ο,τι κι αν είναι αυτό που κάνει, καταλήγει σε μια ολική καταστροφή που μπορεί να μην φτάνει στο σημείο να σκορπά κατά λάθος γέλια ή να προδίδει πως πίσω από το όλο εγχείρημα δεν κρύβονται παρά αγαθές προθέσεις, αλλά σε κάθε περίπτωση επί δύο ώρες που μοιάζουν πολλαπλασιασμένες από την ανία σε θέτει αντιμέτωπο με μια μετωπική επίθεση ενός απόλυτου τίποτα. Η φανερή προσπάθεια της Τζολί να ανιχνεύσει τι κρύβεται πίσω από έναν κόσμο που καίγεται κάτω από τον ήλιο της Κυανής Ακτής, πίσω από άντρες ντυμένους με λινά και γυναίκες με αισθησιακά νυχτικά δεν φτάνει ποτέ στο ζητούμενο της επιφάνειας που κρύβει μέσα της το απόλυτο σκοτάδι.

Οσο παράξενο κι αν ακούγεται, η Τζολί δεν παρασύρεται από το τοπίο, την εποχή και τη γοητευτική ρετρό αισθητική. Δεν παρασύρεται ούτε από το ότι κινηματογραφεί για πρώτη φορά τον εαυτό της – σχεδόν στέκεται απέναντι του μάλλον με ένα θαρραλέο κυνισμό (ακόμη και στις αβανταδόρικες γυμνές σκηνές της). Ούτε από το γεγονός ότι καταγράφει το σχεδόν πιο διάσημο ζευγάρι του κόσμου πάνω στην ακμή του να παίζει το ρόλο ενός ζευγαριού σε κρίση (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τις γκρίζες γραμμές ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία).

Η σκηνοθέτης Αντζελίνα Τζολί (τώρα και Πιτ) παρασύρεται από το όραμα για μια ταινία που δεν υπάρχει και που σε κάθε σκηνή της προσπαθεί να την εφεύρει από την αρχή, φτάνοντας στο τέλος της γυμνή όχι από αλήθεια, αλλά επειδή σε καμία στάση της διαδρομής της δεν συναντά ποτέ κάτι αληθινό.


Διαβάστε ακόμα: