Eνας από τους τρόπους που μπορούν να βοηθήσουν κάποιον να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του και τις ανάγκες του, και ταυτόχρονα να κάνει ένα διάλειμμα από το δράμα της ζωής και το άγχος που τον περιτριγυρίζει, είναι η επιστροφή στις ρίζες του. Για κάποιους μπορεί να είναι μια μεγάλη περίοδος διακοπών στο πατρικό τους, για άλλους πάλι μια συνάντηση με παλιούς φίλους και την οικογένειά τους. Για τον Ζακ Σνάιντερ, πάλι, είναι τα ζόμπι.
Και πώς να μην χαρεί κάποιος όταν μαθαίνει πως ο Σνάιντερ αποφασίζει να μείνει εκτός από το δράμα που εξελίσσεται στο DCEU και στην Warner, μετά και από όλα όσα συνέβησαν και οδήγησαν στο τετράωρο έπος του «Zack Snyder’s Justice League», γυρίζοντας μια ταινία που θυμίζει τις παλιές καλές εποχές του «Ξύπνημα των Νεκρών» του 2004;
Μόνο που αυτό το, πες το και πισωγύρισμα (με την καλή έννοια), μπορεί να ξεκινά με τις καλύτερες προθέσεις, αλλά καταλήγει σε μια κλισέ ταινία δράσης. Τουλάχιστον δεν παύει ούτε λεπτό να είναι διασκεδαστική.
Οταν μια επιδημία από ζόμπι μεταμορφώνει το Λας Βέγκας σε μια no man’s land, κάποιοι βλέπουν σε αυτό το τραγικό γεγονός μια ενδιαφέρουσα ευκαιρία. Κι έτσι μια ομάδα από μισθοφόρους στρατιώτες αποφασίζουν να περάσουν την ζώνη της καραντίνας και να δοκιμάσουν να κάνουν τη μεγαλύτερη ληστεία που έχει γίνει ποτέ. Μόνο που όπως συνήθως συμβαίνει στη ζωή και κυρίως στο σινεμά, τα καλύτερα οργανωμένα σχέδια, δεν πάνε ποτέ όπως θα περίμενες. Κι όταν τα ζόμπι αποδεικνύονται πολύ πιο γρήγορα, έξυπνα, οργανωμένα και δραστήρια απ’ ότι περίμεναν, θα χρειαστεί να επιστρατευτεί όλο το ταλέντο των ηρώων στο… ξεπάστρεμα προκειμένου να βγουν ζωντανοί από αυτό το πεδίο μάχης.
O Σνάιντερ δεν αργεί να σε βάλει κατευθείαν στο κλίμα της ταινίας από τα πρώτα κιόλας λεπτά, μέσα στα οποία παρακολουθούμε την καταστροφή της Αμαρτωλής Πόλης από ορδές ζόμπι τα οποία δεν αφήνουν τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους (υπό τους ήχους του «Viva Las Vegas» των Ρίτσαρντ Τσιζ και Αλισον Κρόου) - μια εισαγωγή που σε κερδίζει με την ειρωνεία που κρύβει μέσα στην σκοτεινά ξεκαρδιστική και αιματοβαμμένη σεκάνς της. Μόνο που η όποια ειρωνεία εξαφανίζεται γρήγορα, το ξεκαρδιστικό κλίμα συντηρείται με το ζόρι , αλλά το gore και το αίμα κυριαρχούν ως το τέλος.
Οχι ότι μας ενοχλεί μια ταινία (με) ζόμπι είναι μια over the top περιπέτεια με καταιγιστική δράση, αλλά μέσα στις δυόμιση ώρες περίπου αυτού του μαραθώνιου βίας και fun - όπως ορίζεται στο σύμπαν του Σνάιντερ - να είστε έτοιμοι να δείτε τα πάντα, σε ένα ξέφρενο ποπ παραλήρημα, με κάποιες δόσεις μαύρου χιούμορ (και με κερασάκι στην αιματοβαμμένη τούρτα του, μια τίγρη-ζόμπι), συν μια διαρκή προσπάθεια να πειστείς πως αυτό που βλέπεις θέλει να μιλήσει και για πιο σοβαρά θέματα ή να σατιρίσει κάποια άλλα. Το σενάριο, δυστυχώς, δεν είναι αρκετά έξυπνο για να τα διαχειριστεί όλα αυτά, αφήνοντας τα στο παρασκήνιο για χάρη πάντα μια πιο ανεγκέφαλης διασκέδασης και δράσης ενώ οι χαρακτήρες του, ένα πλούσιο καστ του οποίου ηγείται ο Ντέιβιντ Μπαουτίστα, καταλήγουν στο μεγαλύτερο μέρος τους αναλώσιμοι και σχεδόν ανεκμετάλλευτοι.
Ετσι κάπου ανάμεσα στις διάφορες εκρήξεις και τους αμέτρητους ακρωτηριασμούς, ο Σνάιντερ φαίνεται να χάνει την αίσθηση του μέτρου, να καταπιάνεται από την υπερβολή και το άπλετο gore για να προσφέρει την διασκέδαση που υπόσχεται, κάτι που ίσως είναι αρκετό για τους περισσότερους. Τουλάχιστον παραμένει ακόμα κι εδώ πιστός στον τρόπο κινηματογράφισής του, με τα διάφορα φίλτρα, τις υπερβολικά γεμάτες στόμφο ατάκες και τις slow motion σκηνές να τον συνοδεύουν σε full force.
Το «Army of the Dead» είναι ακριβώς αυτό που υπόσχεται: μια βίαιη heist movie με ζόμπι, που τρέχει δίχως φρένα για να φέρει την υπερβολή του καλοκαιρινού blockbuster στο σαλόνι σας, χωρίς να απολογείται ούτε λεπτό γι’ αυτό. Κρίμα μόνο που έχει ήδη ξεχαστεί με το που πέσουν οι τίτλοι τέλους.