Μια ακόμα ισλανδική ταινία βγαίνει στις αίθουσες την ερχόμενη Πέμπτη, 26 Ιανουαρίου. Εδώ και καιρό, κάθε τι το κινηματογραφικό που μάς έρχεται από αυτή την πανέμορφη, άγρια, μυστηριώδη και συγχρόνως τόσο ανοιχτή και φιλική μικρή χώρα, κινητοποιεί τους σινεφίλ. Κι εδώ και σε όλο τον κόσμο. Και ο Χλινούρ Παλμασόν, ο σκηνοθέτης της «Χώρας του Θεού», ήδη έχει συστηθεί στους Ελληνες με το «Μια Λευκή Λευκή Μέρα».
Διαβάστε ακόμη: «Χώρα, σε Βλέπω», το βιβλίο. Το ελληνικό σινεμά γράφει τις δικές του ιστορίες
Η «Χώρα του Θεού», όμως, ξεκινώντας πέρυσι από το τμήμα «Un Certain Regard» των Καννών, έγινε αμέσως περιζήτητη από μεγάλα φεστιβάλ και οι κριτικές μόνο θαυμασμό εξέφρασαν για την πιο ώριμη δουλειά του σκηνοθέτη -είναι η τρίτη του ταινία. Φτάνει, λοιπόν, στις ελληνικές αίθουσες από τη One From The Heart, με φήμη και προσδοκίες. Και με ένα στόρι, ιστορικό πλαίσιο και θέμα πολύ ερεθιστικά από μόνα τους, πόσο μάλλον που στα χέρια του Παλμασόν γίνονται ακόμα πιο γοητευτικά, έντονα, ανησυχητικά και ανοιχτά σε ερμηνείες. Από ψυχολογικές μέχρι πολιτικές.
Τέλη του 19ου αιώνα. Ενας νεαρός Δανός ιερέας, ο Λούκας, γεμάτος από την βεβαιότητα και, γιατί όχι, την αλαζονεία της εθνικότητας και του σχήματός του, επιχειρεί ένα πολύ δύσκολο, μακρύ ταξίδι από την Δανία σε μια απομακρυσμένη, μικρή λουθηρανική κοινότητα της Ισλανδίας. Η χώρα ήταν τότε υπό Δανική κυριαρχία. Ο Λούκας, δεν πρέπει απλώς να κτίσει μια εκκλησία, αυτό είναι η ιερατική του αποστολή. Κουβαλάει μαζί του και μια πελώρια, ανοικονόμητη, περίτεχνη φωτογραφική μηχανή και με εμμονή και πάθος φωτογραφίζει ανθρώπους και τοπία. Κανένας δεν τον καλωσορίζει ακριβώς. Οι Ισλανδοί, με επικεφαλής τον ντόπιο οδηγό του, Ράγκναρ, ή δεν τον καταλαβαίνουν ή τον μάχονται. Ενώ η φύση της Ισλανδίας, άγρια, επικίνδυνη, αδιάβατη μετατρέπει το ταξίδι του σε κόλαση.
Η σταδιακή κάθοδος του Λούκας, η διάλυση κάθε ψευδαίσθησης και πίστης του, κάθε αξίας και σιγουριάς του, είναι μαθηματικά βέβαιη. Την παρακολουθείς με αγωνία και ταραχή, μέσα σε ερημιές ή σπίτια και εκκλησίες. Σε βασανιστικές πορείες μέσα σε πάγους ή σε εύθυμες κοινοτικές γιορτές. Σε διαμάχες σώμα με σώμα ή σε ερωτικές, δύσκολες συναντήσεις. Χωρίς ποτέ να μπορούμε να καταδικάσουμε τον Λούκας. Καμμιά από τις πνευματικές και ανθρώπινες φαντασιώσεις και προκαταλήψεις του δεν μάς είναι άγνωστη.
Ο Χλινούρ Παλμασόν μάς μίλησε για όλα αυτά μέσω zoom. Ξεκινώντας από την προσωπική του διαδρομή, που σε αντίθεση με τον ήρωά του, τον έφερε κάποτε από την Ισλανδία στη Δανία.
Είναι πάντα σημαντικό και ενδιαφέρον τι δέχονται και τι απορρίπτουν οι θεατές. Συνήθως μάς αρέσει να βρίσκουμε τον εαυτό μας στους καλούς ή έντονους χαρακτήρες, κάτι, βέβαια, που δεν είμαστε πάντα.»
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Ισλανδία, πήγα στη Δανία για κινηματογραφικές σπουδές, απέκτησα εκεί τα παιδιά μου και έζησα πολλά χρόνια. Ετσι γνωρίζω και τις δυο χώρες πολύ καλά, τη γλώσσα και όλα, νοιώθω ότι είμαι μοιρασμένος σε δυο χώρες ή μάλλον παγιδευμένος ανάμεσα σε δύο χώρες. Αλλωστε, Δανία και Ισλανδία έχουν ιστορικούς δεσμούς, η Ισλανδία ήταν κάτω από τον Θρόνο της Δανίας για πολλά χρόνια, αποκτήσαμε μερική ανεξαρτησία το 1918 και πλήρη το 1944. Πολλά ιστορικά γεγονότα, διαμάχες, εντάσεις. Ομολογώ ότι δεν τα γνώριζα τόσο καλά και ένοιωθα την ανάγκη να τα ψάξω. Σκεφτόμουνα, δηλαδή, με ποιο τρόπο μπορώ να κάνω ταινία για τις δυο χώρες που αγαπώ και μισώ ταυτόχρονα, γιατί υπάρχουν καλές και αρνητικές πλευρές και στις δυο».
Φαίνεται, όμως, ότι η καρδιά σας πηγαίνει προς την Ισλανδία, είστε πιο σκληρός με τη Δανία, στο πρόσωπο του Δανού ιερέα. Σκεφτόμουνα πόσο ευαίσθητο και δύσκολο θα ήταν να κάνετε μια συμπαραγωγή με τη Δανία.
Κι όμως. Είναι πολύ ενδιαφέρον που η Δανία είναι ο κύριος παραγωγός. Είναι ένας από τους λόγους που αγαπάω αυτή τη χώρα. Δεν θα το έκαναν αυτό πολλές άλλες χώρες διαβάζοντας ένα τέτοιο σενάριο. Αυτό δείχνει πόσο καλή και δίκαιη χώρα είναι η Δανία, φυσικά έχει τα προβλήματά της, όπως κάθε χώρα, όπως κάθε άνθρωπος. Στο θέμα του Λούκας, τώρα, όταν έκανα την ταινία προσπάθησα να μην παρουσιάσω κανέναν χαρακτήρα σαν καλό ή κακό. Ο Λούκας έχει τα ψεγάδια του, τις αδυναμίες του, τα προβλήματά του, αλλά είναι ανθρώπινος, όπως όλοι μας. Παλεύει με τα ελαττώματά του, αμφισβητεί τον εαυτό του. Το ίδιο και ο Ράγκμαρ, ο Ισλανδός οδηγός του. Αυτός είναι, βέβαια, πιο γοητευτική προσωπικότητα, αλλά πιθανόν να έχει κάνει στο παρελθόν πολλά τρελλά πράγματα, που πρέπει να τα πάρουν υπόψη τους οι θεατές. Είναι πάντα σημαντικό και ενδιαφέρον τι δέχονται και τι απορρίπτουν οι θεατές. Συνήθως μάς αρέσει να βρίσκουμε τον εαυτό μας στους καλούς ή έντονους χαρακτήρες, κάτι, βέβαια, που δεν είμαστε πάντα.
Τελικά, είναι ή δεν είναι αληθινή η ιστορία ενός Δανού ιερέα, που φωτογράφιζε την Ισλανδία στα τέλη του 19ου αιώνα και σας ενέπνευσε για την ταινία;
Οχι, όχι, η ταινία είναι εντελώς μυθοπλασία. Αρχισα να γράφω το σενάριο το 2013, αλλά για καιρό τίποτα δεν δούλευε. Οταν όμως σκέφτηκα «γιατί να μην κουβαλάει ο Δανός ιερέας μια φωτογραφική μηχανή και να έχει μανία με την απαθανάτιση τοπίων και ανθρώπων της Ισλανδίας;», όλα άλλαξαν. Το σενάριο άρχισε να αναπτύσσεται. Η τεχνολογία που επικρατούσε τότε ήταν οι «υγρές πλάκες». Αυτού του είδους η φωτογραφία είναι εξαιρετικά σύνθετη, έχεις στην πλάτη σου ένα ολόκληρο σύστημα, την βαριά και μεγάλη κάμερα, και έπειτα είναι και το κουτί με τα αρνητικά. Είναι πολύ δύσκολο να μετακινείσαι μαζί τους. Ετσι ένας φωτογράφος έπρεπε να βγάζει όλες του τις φωτογραφίες στην ίδια τοποθεσία. Κι αν όταν κοιτάμε παλιές φωτογραφίες μάς φαίνονται όλα τα πρόσωπα με ουδέτερη έκφραση, υπερβολικά σοβαρά, ακόμα και θυμωμένα, είναι γιατί έπρεπε να μείνουν ακίνητα για πολλή ώρα, δεν είναι εύκολο να κρατήσεις ένα χαμόγελο για πολύ. Υπήρχαν κι αυτοί που δεν ήθελαν να φωτογραφηθούν, γιατί πίστευαν ότι η φωτογραφία κλέβει την ψυχή τους, αλλά κι εκείνοι που σαγηνεύονταν, τους τράβαγε η νέα εφεύρεση, άφηναν χάρη σ’ αυτή το ίχνος τους στον κόσμο. Βλέπετε, λοιπόν, τι ατέλειωτες δυνατότητες και λεπτομέρειες ανοίγονταν μπροστά μου εισάγοντας τη φωτογραφία στην ταινία. Μπορούσα να στήσω γύρω από τις φωτογραφίες του ιερέα έναν ολόκληρο κόσμο, να αναπτύξω χαρακτήρες, να δώσω ώθηση στην ιστορία του. Ετσι, τελικά, γράφτηκε και προωθήθηκε το σενάριο.
Δεν χρησιμοποιήσατε καθόλου υπάρχοντα ισλανδικά φωτογραφικά αρχεία, να δειτε πώς ήταν εκείνη την εποχή η χώρα, πώς δούλευαν και ζούσαν οι άνθρωποι;
Ναι, φυσικά, κοίταξα πολλές παλιές φωτογραφίες, με βοήθησε ένας άνθρωπος που ζει στη βορεια Ισλανδία, δουλεύει για το Μουσείο Φωτογραφίας, ξέρει πολύ καλά τη μέθοδο με τις υγρές πλάκες και τη χρησιμοποιεί ακόμα. Το ίδιο κι εμείς στην ταινία, όλες οι φωτογραφίες των ηθοποιών έγιναν από μας τους ίδιους με τον παλιό τρόπο, χρειάστηκε πολύς καιρός, αλλά θέλαμε να δημιουργήσουμε το δικό μας κουτί με αρνητικά.
Καταφύγατε σε ένα ιδιαίτερο format για την φωτογραφία. Ενα τετράγωνο κάδρο. Γιατί; Το απαιτούσε η ιστορία, ίσως οι φωτογραφίες που έβγαζε ο ιερέας;
Είναι σχεδόν οι ίδιες διαστάσεις με την κάμερα που μεταφέρει ο Λούκας, είναι σαν να βλέπουμε μέσα από τα μάτια του ή τον φακό του. Ηταν ένα format που μου ήρθε σταδιακά και κάπως αργά στη διαδικασία της ταινίας. Δούλευα μέχρι τότε τις ταινίες μου με το super 35, αλλά δεν ήμουνα ικανοποιημένος, μου δημιουργούσε προβλήματα, κυρίως στο να έρθω κοντά στα πρόσωπα. Αρχισα να δοκιμάζω άλλα formats, δοκίμασα και το ακαδημαϊκό (1.33:1). Βρήκα ότι, ευρύτερο όπως είναι, ταίριαζε καλύτερα στα τοπία και στη φύση, που ήταν το υλικό μου. Και το κάδρο του έμοιαζε με αυτό της κάμερας του Λούκας. Ηταν, λοιπόν, μια απολύτως φυσιολογική επιλογή για την ταινία μου.
Ο καιρός μας διαμορφώνει, το πιστεύω αυτό. Το τοπίο μάς διαμορφώνει. Πρέπει να τα σέβεσαι και να τα καταλαβαίνεις για να μπορείς να συνυπάρξεις μαζί τους.»
Δεν θα κάνουμε σπόιλερ, αλλά γιατί ο ιερέας Λούκας σπάει, καταρρέει, χάνει την πίστη του; Τι θέλετε να μας πείτε με την μοίρα του για την Ισλανδία, την θρησκεία, την πολιτικη, τον άνθρωπο, δεν ξέρω για τι άλλο;
Για μένα μια ταινία είναι πάντα και μια ανακάλυψη του ίδιου μου του εαυτού. Θέτω πολλές ερωτήσεις, δεν ξέρω, όμως, αν μπορώ να τις απαντήσω όλες. Τους χαρακτήρες προσπαθώ συνεχώς να τους καταλάβω. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Λούκας. Θάλεγα ότι σιγά-σιγά αρχίζει να αμφιβάλλει. Αμφισβητεί την πίστη του, την αποστολή του. Ισως είχε και μια λίγο ρομαντική ιδέα, αλλά και πολλή άγνοια για το τι θα αντιμετώπιζε στην Ισλανδία, γιατί πηγαίνει εκεί. Δεν ξέρει τίποτα για τη χώρα, ιδίως για την σκληρή φύση της. Και είναι ακριβώς τα στοιχεία της φύσης αυτά, που στραγγίζουν από μέσα του κάθε σταγόνα ενέργειας και δύναμης. Ο καιρός μας διαμορφώνει, το πιστεύω αυτό. Το τοπίο μάς διαμορφώνει. Πρέπει να τα σέβεσαι και να τα καταλαβαίνεις για να μπορείς να συνυπάρξεις μαζί τους. Νομίζω ότι αυτό το θέμα ήθελα να εξερευνήσω. Οχι τόσο να δώσω απάντηση, αλλά να το ψάξω.
Οι γυναίκες στην ταινία σας έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Ελεύθερες, δυνατές, όχι όπως θα φανταζόμασταν ότι ήταν οι γυναίκες τέλη του 19ου αιώνα σε μια απομακρυσμένη λουθηρανική κοινότητα ενός άγριου νησιού. Μου θύμισαν σημερινές Ισλανδές.
Μεγάλωσα στην Ισλανδία και όλα τα παιδικά μου διαβάσματα ήταν γεμάτα από τέτοιες γυναίκες. Ειδικά στην περίοδο των Βίκινγκς ήταν υπερβολικά δυνατές και περήφανες. Πολλές παλιές ισλανδικές αφηγήσεις στρέφονταν γύρω από δράματα που στην δική τους δύναμη και αυτεξουσιότητα οφείλονταν.
Ναι, αλλά η ιστορία σας ανήκει στην Χριστιανική, πολύ μεταγενέστερη εποχή.
Μην νομίζετε ότι οι άνθρωποι εκείνη την εποχή ήταν τόσο φανατισμένοι ή ότι οι λουθηρανικές κοινότητες ήταν τόσο ακραίες όσο πιστεύουμε σήμερα. Και επιπλέον, η πολύ σκληρή ζωή εκείνη την εποχή στην Ισλανδία διαμόρφωνε δυνατούς χαρακτήρες, οι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, ήταν survivors. Τουλάχιστον το 30% της χώρας ήταν ακατοίκητο, πολλοί μετακινούνταν από τόπο σε τόπο ανάλογα με τις συνθήκες. Γίνονταν γερά σκαριά. Αλλα, πέρα από όλα αυτά, πιστεύω ότι έπλασα τις γυναίκες της ταινίας μου με βάση την αίσθηση που είχα για τις γυναίκες της Ισλανδίας σε όλη μου τη ζωή. Ο μόνος τρόπος που μπορώ να δουλέψω στο σινεμά είναι να αντλήσω από τη ζωή και τις εμπειρίες μου. Ακόμα κι όταν προσπαθώ να είμαι, όπως εδώ, πιστός στις λεπτομέρειες του παρελθόντος, τελικά το ταμπεραμέντο των χαρακτήρων επηρεάζεται από τους σύγχρονους καιρούς μας.
Πώς εξηγείτε την έκρηξη στο ισλανδικό σινεμά, αλλά και τη λογοτεχνία;
Τι περίεργο πράγμα. Εχουμε, όμως, στην Ισλανδία μια τόσο πλούσια παράδοση αφήγησης, είμαστε λαός παραμυθάδων, είτε προφορικά είτε γραπτά. Και τώρα όλο αυτό έφτασε και στο σινεμά, νοιώθω σαν να έγινε ένα όνειρο πραγματικότητα. Αλλά δεν παύει να με εκπλήσσει, όταν σκέφτομαι πόσο μικρή χώρα είμαστε, πόσο λίγοι άνθρωποι, κι όμως, σαν να ξεφυτρώνουν από κάθε γωνιά συγγραφείς, σκηνοθέτες ή μουσικοί. Περίεργο αλλά και τόσο ωραίο να νοιώθεις ότι ανήκεις σε μια τέτοια καλλιτεχνική κοινότητα.
Σε τι φάση βρίσκεστε; Ετοιμάζετε μια ακόμα ταινία;
Βρίσκομαι σε ένα σταυροδρόμι. Οταν τελείωσα τη σχολή στη Δανία, είχα ήδη τρία παιδιά και ένοιωθα ότι πρέπει να πάρω πολύ στα σοβαρά το σινεμά αν ήθελα να κερδίσω το ψωμί μου. Ετσι άρχισα με τρία πρότζεκτ που όλα έγιναν ταινίες! «Winter Bones», «Μια Λευκή Λευκή Μέρα» και «Η Χώρα του Θεού». Τώρα δουλεύω τα τρία επόμενα. Προσπαθώ να καταλάβω πού στο καλό πηγαίνουν, θέλει χρόνο. Αλλά νιώθω ότι είμαι σε καλό δρόμο, βοηθάει και «Η Χώρα του Θεού», είναι σημαντικό που τη βλέπουν θεατές σε όλο τον κόσμο, η επιτυχία κάνει πιο εύκολη την επόμενη ταινία μου.