Συνέντευξη

«Χώρα, σε Βλέπω», το βιβλίο: Το ελληνικό σινεμά γράφει τις δικές του ιστορίες

στα 10

Οι επιμελητές της έκδοσης του βιβλίου «Χώρα, Σε Βλέπω», Αφροδίτη ΝικολαΪδου και Δημήτρης Παπανικολάου μιλούν στο Flix για τη σημασία της δημιουργίας και της ανατάραξης του αρχείου του ελληνικού σινεμά.

«Χώρα, σε Βλέπω», το βιβλίο: Το ελληνικό σινεμά γράφει τις δικές του ιστορίες

«Ανοιχτό βιβλίο.»

Ετσι περιγράφουν οι επιμελητές Αφροδίτη ΝικολαΪδου και Δημήτρης Παπανικολάου την έκδοση «Χώρα, Σε Βλέπω» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη και ήρθε να συμπληρώσει και να επεκτείνει (με πολλούς, αναπάντεχους και συναρπαστικούς τρόπους) το πολυσυζητημένο πρόγραμμα της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου που περιλάμβανε την προβολή και τη διάσωση 41 ταινιών από 20ο αιώνα του ελληνικού σινεμά.

Ανοιχτό βιβλίο, όχι μόνο γιατί συνομιλεί διαρκώς με τον αναγνώστη προκαλώντας τον να θυμηθεί, να ανακαλέσει, να διαγράψει και να οραματιστεί για το μέλλον, αλλά κυρίως γιατί προσπαθεί, πετυχαίνει και γίνεται πρότυπο μιας ανάγνωσης χωρίς στεγανά, κλισέ και ιερές αγελάδες της ιστορίας του ελληνικού σινεμά, τολμώντας να συνδέσει φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους σημεία πάνω στον ιστορικό χάρτη, ενώνοντας τους Βαλκανικούς Πολέμους με το συνταρακτικό φινάλε στο «Τελευταίο Ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη και το οικογενειακό δίκαιο με την τελευταία πτήση από το Ελληνικό μέσα σε ένα καλειδοσκόπιο που - επιτέλους; - βλέπει το ελληνικό σινεμά με μια νέα, ανανεωτική, ριζοσπαστική, για πρώτη φορά με την ελαφρότητα της λαϊκής τέχνης που είναι και της σοβαρότητας του ιστορικού της αποτυπώματος ανάγνωση που ξαφνιάζει.

«Ανοιχτό βιβλίο», όπως «ανοιχτό» είναι το ελληνικό σινεμά με τις αδυναμίες, τις πρωτοπορίες του, τα βάσανα και τις παθογένειες του, τις μεγάλες και μικρότερες στιγμές του. Κάθε σελίδα του «Χώρα, Σε Βλέπω» μοιάζει με μια ακόμη νέα ιστορία που προστίθεται πάνω σε όσα ήδη (δεν) γνωρίζαμε για την πολύπαθη ιστορία του ελληνικού σινεμά, σε μια παράτολμη απόπειρα να αρχίσει επιτέλους όχι μόνο η ανατάραξη του αρχείου ως ζητούμενο, αλλά στην περίπτωση της ελληνικής κινηματογραφίας η δημιουργία ενός αρχείου για τις προηγούμενες, τις παρούσες, τις επόμενες γενιές.

Στο Flix μιλούν οι επιμέλητές του βιβλίου, η Αφροδίτη ΝικολαΙδου (επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ, ΕΚΠΑ) και ο Δημήτρης Παπανικολάου (καθηγητης νεοελληνικών και πολιτισμικών σπουδών στο πανεπιστήμιο της Οξφορδης), δύο από τους ανθρώπους που συνεχίζουν ακούραστα να μιλούν, να αναμοχλεύουν και να επικαιροποιούν την ιστορία του ελληνικού σινεμά, μακριά από μόδες και κοινωνικά ρεύματα, κρατώντας την ουσία του εθνικού σινεμά ως αναπόφευκτού καθρέφτη μιας ολόκληρης χώρας.

Το Τελευταίο Ψέμα Το Τελευταίο Ψέμα, 1957

Τι είναι το Χώρα σε Βλέπω, το βιβλίο;

ΑΝ: Το βιβλίο σχεδιάστηκε και γράφτηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «Χώρα, Σε βλέπω», μιας πρωτοβουλίας της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Περιλάμβανε την προβολή και διάδοση 41 ταινιών από τον εικοστό αιώνα του ελληνικού κινηματογράφου, την ψηφιοποίηση όσων από αυτές δεν είχαν ψηφιοποιηθεί, τη διοργάνωση συζητήσεων και προβολών. Μαζί και την έκδοση ενός βιβλίου με θέματα από την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, και τη δημιουργία μιας εκπαιδευτικής πλατφόρμας που στέλνεται σε Πανεπιστήμια και ιδρύματα της Ελλάδας και του Εξωτερικού για να στηρίξει την έρευνα και τη διδασκαλία του ελληνικού κινηματογράφου. Στην πραγματικότητα τόσο ο τρόπος με τον οποίο έγινε το βιβλίο όσο και το ίδιο το αντικείμενο (ψηφιακό και σε χαρτί, Ελληνικά και Αγγλικά) το καθιστούν μια χειρονομία. Δεν πρόκειται δηλαδή για τον κλασικό τόμο με άρθρα πανεπιστημιακών, αλλά για την αποτύπωση ενός δυναμικού δικτύου ανθρώπων, κειμένων, ιστοριών και των διασταυρώσεων τους σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

ΔΠ: Οταν, μέσα στην πανδημία, η Ελίνα Ψύκου και ο Σύλλας Τζουμέρκας, σκηνοθέτες και φίλοι, μοιράστηκαν μαζί μας την ιδέα για το Χώρα, σε βλέπω, οι πρώτες μας συζητήσεις – με καφέ στο χέρι, και υγειονομικές «αποστάσεις» - ήταν από τις πιο έντονες, ακριβώς γιατί κάθε προσπάθεια επιστροφής στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου είναι ταυτόχρονα ένα παιχνίδι με τη μνήμη, την ιδεολογία και το συναίσθημα. Δεν μιλάμε απλώς για ταινίες που «έχουμε δει», αλλά για ένα μέρος του εαυτού μας. Θελήσαμε λοιπόν να δημιουργήσουμε ένα σώμα αντιπροσωπευτικών ταινιών μεν, αλλά κυρίως να ανοίξουμε αυτήν τη συζήτηση. Είναι πια καιρός να φτιάξουμε μια ψηφιακή βιβλιοθήκη του ελληνικού κινηματογράφου, και να την προσεγγίσουμε ταυτόχρονα με την ιστορική και αναλυτική προοπτική της κριτικού, αλλά και με τη συναισθηματική φόρτιση του θεατή. Το βιβλίο συνεχίζει αυτό τον προβληματισμό. Δεν είναι μια κλασική «ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου», αλλά ένα work in progress, μια χειρονομία ανοιχτή προς το μέλλον. Καλά να είμαστε να κάνουμε νέες εκδόσεις αργότερα, να προσθέτουμε κεφάλαια (ή άλλα αντίστοιχα βιβλία), να πολλαπλασιάζουμε τις διαθεματικές συζητήσεις που ήδη ανοίγουν με το βιβλίο αυτό.

Οι ιστορίες του ελληνικού σινεμά μάς προσφέρουν πρόσβαση στην καθημερινότητα, στους λόγους, στις πρακτικές, στις αισθήσεις, στον πολιτισμό του παρελθόντος μας και γίνονται πύλες κατανόησης του παρόντος.»

Ευδοκία 1 Ευδοκία, 1971

Πώς επιλέχθηκαν οι συγγραφείς του και πάνω σε ποια ιδέα και δομή;

ΑΝ: Σίγουρα ξεκινήσαμε από την απόφαση ότι δεν θα μιλούσαμε για μεμονωμένες ταινίες ή για συγκεκριμένους σκηνοθέτες που απλά θα διευκόλυναν με προφανή τρόπο την ανάγνωση της πλοκής των ταινιών. Αυτό είναι κάτι που έχει ξαναγίνει και δεν μας πάει και πολύ μακριά (π.χ. το να προστεθεί ακόμα ένα κείμενο για τον Αγγελόπουλο ή για τον Κακογιάννη). Αντιθέτως υιοθετήσαμε εξαρχής μια λογική πολυπρισματική και πολυφωνική, που να αποδομεί (όχι όμως απαραίτητα να αποκαθηλώνει) την ίδια την εμμονή μας με τις χρονολογίες, τα χρονόσημα, τους «μεγάλους» δημιουργούς, τις μεγάλες ταινίες. Στόχος μας δεν ήταν ούτε να αναζητήσουμε απαρχές, ούτε να προτείνουμε έναν νέο Κανόνα. Ετσι, καλέσαμε συγγραφείς (μέσα σε αυτούς θα βρείτε πανεπιστημιακούς, ερευνητές, συγγραφείς, κριτικούς) και τους ζητήσαμε να μπουν σε ένα ιδιότυπο παιχνίδι. Δώσαμε στον/ην καθένα/καθεμιά μια ημερομηνία όχι ως ορόσημο, αλλά ως αφορμή για «κριτικό storytelling», ως αφορμή δηλαδή για να μας πουν μια ιστορία με κριτικό και ιστορικό ενδιαφέρον. Με βάση αυτή την αφορμή υφαίνεται κάθε φορά ένας μίτος αφήγησης που μας οδηγεί σε απρόσμενα μονοπάτια. Ετσι, με αφορμή την ημερομηνία 30 Δεκεμβρίου 1928, όταν το περιοδικό Κινηματογραφικός Αστήρ κυκλοφόρησε άρθρο με τίτλο «Αι πρώται των ελληνικών ταινιών», η Ολγα Κουρέλου γράφει ένα άρθρο για τις πρώτες ελληνίδες κινηματογραφικές σταρ. Ή κάτω από την ημερομηνία «25 Απριλίου 1977», ημερομηνία που η Μπέττυ Βακαλίδου διαβάζει στη σκηνή του θεάτρου Λουζιτάνια την ανακοίνωση των τρανς σεξεργατριών ενάντια σε ένα ρατσιστικό νομοσχέδιο για τα αφροδίσια νοσήματα που πρότεινε η τότε κυβέρνηση, βρίσκει τη θέση της μια μικρή κουήρ ιστορία του ελληνικού σινεμά από τον Κωνσταντίνο Κυριακό.

ΔΠ: Θα μπορούσα να συνεχίσω με τέτοια παραδείγματα – πχ. από τα αγαπημένα μου: «1968-1972, ο Παύλος Ζάννας μεταφράζει Προυστ στη φυλακή»⋅ ή «2 Ιουλίου 1978: πεθαίνει στο Παρίσι ο Αρης Αλεξάνδρου»⋅ τι σχέση έχουν αυτές οι ημερομηνίες για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, θα πείτε… Εκεί είναι όμως το παιχνίδι, και αξίζει να ανοίξετε το βιβλίο για να δείτε πώς δένονται αυτές οι ιστορίες.Αναζητήσαμε συγγραφείς που ήδη έχουν ασχοληθεί με επιμέρους θέματα του ελληνικού κινηματογράφου και ήταν έτοιμες να απαντήσουν στην πρόκληση μιας «ημερομηνίας-αφορμής». Προφανώς, η λίστα όσων θα θέλαμε στο μέλλον να συμμετάσχουν σε μια δεύτερη έκδοση είναι τεράστια.

Στην πραγματικότητα τόσο ο τρόπος με τον οποίο έγινε το βιβλίο όσο και το ίδιο το αντικείμενο (ψηφιακό και σε χαρτί, Ελληνικά και Αγγλικά) το καθιστούν μια χειρονομία. Δεν πρόκειται δηλαδή για τον κλασικό τόμο με άρθρα πανεπιστημιακών, αλλά για την αποτύπωση ενός δυναμικού δικτύου ανθρώπων, κειμένων, ιστοριών και των διασταυρώσεων τους σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.»

χώρα

Ποια η ερευνητική, ποια η εκπαιδευτική, ποια η αρχειακή του χρήση;

ΑΝ: Πρώτ’ απ’ όλα, το βιβλίο σε υλική και ψηφιακή μορφή καθώς και ένας σκληρός δίσκος με τις ταινίες βρίσκεται ήδη σε πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Οι ταινίες αυτές έχουν υπότιτλους οπότε οι ταινίες είναι πλέον προσβάσιμες σε ερευνητές/τριες και φοιτητές/τριες που δεν μιλούν ελληνικά. Μπορούν να προβληθούν μέσα στις πανεπιστημιακές αίθουσες και να εγείρουν συζητήσεις σε πεδία που ίσως να μην έχουν καν σχέση με τον ελληνικό κινηματογράφο. Δεύτερον, το βιβλίο έτσι όπως είναι φτιαγμένο δίνει τη δυνατότητα να ειπωθούν κάθε φορά διαφορετικές ιστορίες και κυρίως δίνει τη δυνατότητα στην αναγνώστρια να δια-γράψει τη δική της ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Σκεφτείτε ότι κάποιος μπορεί να ξεκινήσει από το κείμενο με την ημερομηνία 4 Νοεμβρίου 1913 για την ταινία «Μάχη της Τζουμαργιάς» και την ελληνική διπλωματία των Βαλκανικών πολέμων (της Βασιλικής Τσιτσοπούλου), να πάει στις 3 Δεκεμβρίου 1944, δηλαδή στα Δεκεμβριανά και το τραύμα του πολέμου (του Χρήστου Δερμετζόπουλου) και μετά στην ημερομηνία 27 Μαΐου 1963, ημερομηνία που πέθανε ο Γρηγόρης Λαμπράκης όπου θα διαβάσει το κείμενο της Μαρίας Χάλκου για το πολιτικό ντοκιμαντέρ. Ή μπορεί από το κείμενο της Τσιτσοπούλου να πάει στα κείμενα της Λυδίας Παπαδημητρίου για τον Τουρισμό και τη δημιουργία μιας εμπορικής ταυτότητας για την Ελλάδα και του Δημήτρη Πλάντζου για το Χόλιγουντ και τις ελληνικές αρχαιότητες. Στην πρώτη περίπτωση αρχίζει και σχηματίζεται μια αφήγηση για τη σχέση του έθνους με τα τραυματικά γεγονότα των πολέμων και των επιπτώσεών του, στη δεύτερη για τη σχέση του έθνους με τη Δύση.

ΔΠ: Οπως και σε όλα τα πρότζεκτς, υπήρξαμε, βεβαίως, ιδιαίτερα αισιόδοξες, σχεδόν αιθεροβάμονες, στην αρχή. Δεν είχαμε φανταστεί πόσο δύσκολο (και από άποψη τεχνική, δικαιωμάτων, κλπ) θα ήταν να φτιάξουμε ένα βιβλίο και μια πλατφόρμα ταινιών που να μπορούν να μοιραστούν σε πανεπιστήμια αλλά και να είναι ευρέως προσβάσιμα. Τουλάχιστον καταφέραμε να γίνει μια κίνηση, να οργανωθούν πολλά μικρά φεστιβάλ με βάση αυτές τις ταινίες, να επιλεγούν κάποια πανεπιστήμια όπου να αποσταλεί μια «εκπαιδευτική βαλίτσα» με ταινίες και βιβλία, το ίδιο το βιβλίο να μπορεί να αγοραστεί έντυπο ή να κατεβεί δωρεάν διαδικτυακά. Είναι κι αυτό μια αρχή: όμως, επιμένω, στο μέλλον όλοι οι αρμόδιοι φορείς πρέπει να συνεργαστούν για να δημιουργηθεί μια μόνιμη, βιώσιμη πλατφόρμα ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου, με ταινίες και κείμενα που να είναι ψηφιακά προσβάσιμα τουλάχιστον σε φοιτήτριες και ερευνήτριες σε όλο τον κόσμο. Θέλει πολλή δουλειά, και ενδεχομένως να έχει ανυπέρβλητα προβλήματα, αλλά αξίζει τον κόπο να γίνει η προσπάθεια γιατί περισσότερο από ποτέ αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα τεράστιο διεθνές ενδιαφέρον για τον ελληνικό κινηματογράφο.

Πόσο σημαντικό είναι να επισκεπτόμαστε την ιστορία του ελληνικού σινεμά με - κάθε φορά - διαφορετικές αφορμές και αφετηρίες;

ΑΝ: Δεν ξέρω αν είναι σημαντικό και για ποιον είναι σημαντικό. Σίγουρα είναι για μένα. Σημαντικό είναι να διασωθούν οι ταινίες, να αποκατασταθούν, να ψηφιοποιηθούν, να διανέμονται, να προβάλλονται και οι επόμενοι/ες, να γράψουν/σκεφτούν άλλες ιστορίες. Ο κινηματογράφος έχει ιδωθεί συχνά μέσα από μεταφορές: είναι καθρέφτης, παράθυρο στον κόσμο, είναι μάτι, στυλό, είναι δέρμα. Κάπως έτσι οι ιστορίες του ελληνικού σινεμά μάς προσφέρουν πρόσβαση στην καθημερινότητα, στους λόγους, στις πρακτικές, στις αισθήσεις, στον πολιτισμό του παρελθόντος μας και γίνονται πύλες κατανόησης του παρόντος.

Βλέπουμε διαρκώς ψηφιακά αποσπάσματα, αναζητούμε άλλα, ένας τεράστιος αριθμός ταινιών περνά πλέον από κοντά μας (αν σκεφτούμε και πόσες ταινίες βρίσκονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε διαδικτυακές πλατφόρμες). Λέμε, δηλαδή, διαρκώς, μέσω του κινηματογράφου, αυτό το «χώρα, σε βλέπω…». Ας το πούμε λίγο πιο οργανωμένα, ας ταράξουμε λίγο τα νερά, και ας απαιτήσουμε επιτέλους πιο προσβάσιμα αρχεία του ελληνικού κινηματογράφου.»

φούρνοι Φούρνοι, Μια Γυναικεία Κοινωνία, 1983

Πώς συνομιλεί το βιβλίο με τις ταινίες που αποκαταστάθηκαν; Πώς μπορεί κάποιος να τις δει, αν θελήσει;

ΑΝ: Οι χρονολογίες και οι θεματικές των βασικών ταινιών του προγράμματος οδηγούν τον ενεργό αναγνώστη στα κείμενα. Για παράδειγμα η ταινία «Φούρνοι, Μια Γυναικεία Κοινωνία» της Αλίντας Δημητρίου και του Νίκου Κανάκη, ταινία του 1983, συνδυάζεται με τα κείμενα για το ντοκιμαντέρ (της Μ. Χάλκου και του Κ. Αϊβαλιώτη) αλλά και με τα κείμενα της Ρέας Βαλντέν για το Αντι-Φεστιβάλ των κινηματογραφιστών το 1977 και του Νίκου Βασιλόπουλου για το «αποσιωπημένο γυναικείο βλέμμα στο ελληνικό σινεμά».

ΔΠ: Οι ταινίες που επιλέξαμε και τελικά αποκαταστάθηκαν (και πάλι: από μια πολύ μεγαλύτερη λίστα) χρησιμοποιήθηκαν για να γίνουν μικρά φεστιβάλ και ειδικές προβολές για δύο χρόνια (2021-2022), οι περισσότερες κατατέθηκαν σε ψηφιακή μορφή σε έναν μικρό αριθμό πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών, σύμφωνα με τη θέληση όσων έχουν τα δικαιώματα. Πλέον οι ταινίες έχουν επιστραφεί στους κατόχους τους. Στο βιβλίο έχουμε ένα επίμετρο με στοιχεία και υλικό για όλες αυτές τις ταινίες – αν και ο τόμος ως σύνολο δεν επικεντρώνεται μόνο σε αυτές. Ας είμαστε ειλικρινείς: είναι αυτή τη στιγμή πολύ δύσκολο για κάποια που θέλει να ψάξει, να δει όποια ταινία θελήσει από τον ελληνικό κινηματογράφο ανά πάσα στιγμή. Το «Χώρα, Σε Βλέπω» ήταν ένα πρόγραμμα που στόχευε να προβληματίσει γι' αυτήν τη συνθήκη, να μας κάνει να σκεφτούμε πώς θα μπορούσαμε να φτιάξουμε ένα ψηφιακό αρχείο του ελληνικού κινηματογράφου. Ταυτόχρονα, η πρότασή του υπήρξε η εξής: όλες μας είμαστε πολύ περισσότερο μπλεγμένες σε μια διαρκή αρχειακή αναζήτηση του ελληνικού κινηματογράφου απ’ όσο παραδεχόμαστε. Βλέπουμε διαρκώς ψηφιακά αποσπάσματα, αναζητούμε άλλα, ένας τεράστιος αριθμός ταινιών περνά πλέον από κοντά μας (αν σκεφτούμε και πόσες ταινίες βρίσκονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε διαδικτυακές πλατφόρμες). Λέμε, δηλαδή, διαρκώς, μέσω του κινηματογράφου, αυτό το «χώρα, σε βλέπω…». Ας το πούμε λίγο πιο οργανωμένα, ας ταράξουμε λίγο τα νερά, και ας απαιτήσουμε επιτέλους πιο προσβάσιμα αρχεία του ελληνικού κινηματογράφου.

Το «Χώρα, Σε Βλεπω» κυκλοφορεί στα ελληνικά και στα αγγλικά από τις Εκδόσεις Νεφέλη.

χώρα