«Μόνο όταν δεν το αντιμετωπίζεις σαν παιχνίδι, το σινεμά γίνεται παιχνίδι.» Ετσι έλεγε ο Βασίλης Χριστοφιλάκης στη συνέντευξή του στο Flix το 2018. Ηταν η χρονιά που έκανε το σκηνοθετικό ντεμπούτο του στις κινηματογραφικές αίθουσες, με το «Too Much Info Clouding Over my Head» - λίγους μήνες νωρίτερα, η ταινία είχε βραβευτεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, γα να συνεχίσει την πορεία του σε πολλές διεθνείς διοργανώσεις. Το σινεμά, ο Βασίλης Χριστοφιλάκης, δεν το αντιμετωπίζει σαν παιχνίδι. Το αντιμετωπίζει, όμως... παιχνιδιάρικα.
Διαβάστε ακόμη: Ο Γιώργος Λάνθιμος τον Μάιο στη Λυρική Σκηνή με τη «Βληχή»
Τρία χρόνια και μια πανδημία αργότερα, μέσα στον Νοέμβριο, ο Χριστοφιλάκης ολοκλήρωσε στην Αθήνα τα γυρίσματα της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας του, με τίτλο «Guest Star». Και πάλι κωμωδία, έγχρωμη αυτή τη φορά, σε παραγωγή της Atmosphere People με συμπαραγωγούς το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και την ΕΡΤ. Πρωταγωνιστεί και πάλι ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος, συγκεντρώνοντας γύρω του ένα θεαματικό καστ μεγάλων ρόλων και... guest stars, ανάμεσά τους οι Ελλη Τρίγγου, Κώστας Αρζόλου, Αγγελος Παπαδημητρίου, Δώρα Μασκλαβάνου, Νατάσα Εξηνταβελόνη. ΔΙαβάστε παρακάτω όσα μας είπε για την ταινία, για το (ελληνικό) σινεμά και για το μεγαλείο του αυτοσαρκασμού.
Δώστε μας μια σύντομη περιγραφή της νέας σας ταινίας, της υπόθεσης αλλά και της δικής σας πρόθεσης.
Το «Guest Star» ως ιδέα ξεκίνησε πριν από περίπου τρία χρόνια, όταν αναζητούσα θέματα για τις επόμενές μου προσπάθειες στον κινηματογράφο. Προσωπικά ξεκινώ πάντα από το κεντρικό πρόσωπο. Επειδή με ενθουσιάζει το είδος της κωμωδίας και θέλω να αφιερωθώ σε αυτό, ψάχνω να βρω κεντρικά πρόσωπα που έχουν ισχυρές αδυναμίες. Οταν εντοπίσω ότι στον κεντρικό χαρακτήρα υπάρχει μια πρωταρχική ανάγκη η οποία δεν καλύπτεται και πρέπει να καλυφθεί, αισθάνομαι ασφάλεια για την ιδέα και επιχειρώ να την αναπτύξω.
Ετσι γεννήθηκε ο Λουκιανός Ασβεστόπουλος, γιος δύο πεθαμένων σταρ, που δεν έχει ενδιαφέροντα, χρωστάει νοίκι, έχει παρελθόν (και παρόν) στις καταχρήσεις και δεν βρίσκει κάποια πηγή ευχαρίστησης και δημιουργίας στη ζωή του. Ενας απόγονος διάσημων - ή απλώς ο απόγονος δύο γονιών-πρωταγωνιστών στη δική του ζωή - χωρίς ταυτότητα, του οποίου η σταθερή καθημερινότητα αρκεί για την ώρα να καλύψει το κενό που βιώνει. Οταν του γίνεται μια απρόσμενη πρόταση να εκπαιδευτεί με στόχο να γίνει ο νέος κεντρικός παρουσιαστής ενός μεγάλου καναλιού και έρχεται στη ζωή του η Τζένα, μια εκκεντρική ποπ τραγουδίστρια-ηθοποιός-influencer σε καθοδική πορεία, ως μια ψεύτικη σχέση για να του φτιάξει την εικόνα στα media, τα πάντα θ' αρχίσουν να αλλάζουν...
Στο καστ του «Guest Star» περιλαμβάνονται αναγνωρισμένοι ηθοποιοί σε μια ενδιαφέρουσα σύνθεση - πώς τους επιλέξατε, ποιοι κρατούν ρόλο... guest star και γιατί επιλέγετε να κρατάτε επίσης ρόλο στις ταινίες σας, εκτός από αυτόν του σκηνοθέτη;
Δεν θα έλεγα ότι έχω κάποια ιδιαίτερη τεχνική στο κάστινγκ, νομίζω τις περισσότερες φορές επιλέγω καθαρά από ένστικτο. Μου αρέσουν οι παιχνιδιάρικες επιλογές και αυτό που ίσως προσέχω είναι να αισθανθώ πως οι ηθοποιοί καταλαβαίνουν όχι μόνο το πάνω χιούμορ μου αλλά και το υπόγειο. Μόνο τότε μπορούν και οι ίδιοι να αυτοσαρκαστούν άφοβα, στοιχείο πολύ σημαντικό για τον τρόπο που δουλεύω. Για παράδειγμα, επέλεξα τη Μαίρη Συνατσακη στον ρόλο μιας παρουσιάστριας πρωινής ζώνης, αφενός γιατί το βρίσκω ωραίο κλείσιμο ματιού στον θεατή και αφετέρου γιατί η ίδια γνωρίζει τόσο καλά το τηλεοπτικό star system και είχε το θάρρος να πάρει απόσταση από αυτό ώστε να αυτοσαρκαστεί και να σατιρίσει παράλληλα.
Θεωρώ ότι όλοι οι ηθοποιοί είμαστε κατά κάποιο τρόπο Guest Stars στην ταινία. Ξεχωρίζει μάλλον ο Αγγελος Παπαδημητρίου, ο οποίος έχει πέντε ρόλους, ένας μόνιμος υπέροχος εφιάλτης που στοιχειώνει τον κεντρικό ήρωα. Οι πραγματικοί Guest Stars όμως είναι οι απόντες: οι γονείς του Λουκιανού που έχουν γίνει πια δυο προτομές στο Πεδίον του Αρεως και είναι ακόμα εδώ. Δεν νομίζω ότι υπάρχει μόνο μια απάντηση γιατί παίζω στις ταινίες μου. Είμαι συγκεντρωτικός; Ανασφαλής; Επειδή οι επιρροές μου είναι ο Γούντι Αλεν και άλλοι μεγάλοι κωμικοί που έκαναν και κάνουν το ίδιο; Είναι μοντέρνο; Είμαι ξεροκέφαλος; Επειδή είμαι ηθοποιός; Γιατί θέλω εγώ ο ίδιος να περάσω μέσα από τις ιδιαίτερα προσωπικές καταστάσεις που γράφω στα σενάριά μου; Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως το απολαμβάνω.
Από το «Too Much Info Clouding Over my Head» ως σήμερα πέρασαν τρία πολύ ιδιόμορφα χρόνια. Τι άλλαξε για σας από εκείνη την ταινία σ' αυτήν εδώ, από την άποψη της παραγωγής (σας διευκόλυνε η βράβευση της πρώτης ταινίας;) και βλέπετε το ελληνικό σινεμά, ίσως, να έχει κάνει ένα βήμα μπροστά ή να βρίσκεται στην ίδια θέση με τότε;
Τα βραβεία που κέρδισε το «Too Much Info Clouding Over My Head» από τη μια μου έδωσαν τη δυνατότητα να ακουστεί το όνομά μου αλλά από την άλλη με έκαναν να επαναπαυτώ λίγο και να θεωρήσω ότι όλοι οι δρόμοι άνοιξαν, κάτι που φυσικά δεν ισχύει ούτε στο ελάχιστο. Είναι εξαιρετικά δύσκολη η χρηματοδότηση και παραγωγή των ταινιών στην Ελλάδα. Θέλει πολύ κόπο και επιμονή. Τα βραβεία δεν σημαίνουν και πολλά. Οπως και να' χει κατόρθωσα να κάνω το «Guest Star» το οποίο έχει το δεκαπλάσιο μπάτζετ χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν πιο εύκολο ως παραγωγή. Κάθε ταινία είναι ξεχωριστή.
Το ελληνικό σινεμά δεν κινείται προς μια κατεύθυνση. Κάνει ταυτόχρονα βήματα μπροστά και πίσω. Κάθε χρόνο βγαίνουν όλο και πιο αξιόλογες ταινίες, η δική μου η γενιά αλλά και η γενιά που ακολουθεί πιστεύω πως έχει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία να καταθέσει, όμως το ελληνικό σινεμά παραμένει να μην αποτελεί βιομηχανία και κανείς να μην μπορεί να ζήσει από αυτό. Αν και η λύση του προβλήματος φαντάζει δύσκολη, σίγουρα μια καλή αφετηρία είναι μια θαρραλέα δόση αυτοκριτικής από όλους τους ανθρώπους που βρίσκονται στο κινηματογραφικό οικοσύστημα: σκηνοθέτες, παραγωγοί, διανομείς, θεσμοί, φεστιβάλ, κριτικοί. Το μόνο εύκολο είναι να κατηγορεί ο ένας τον άλλο, κάτι τόσο αθεράπευτα κλισέ, σκουριασμένο και αυτοκαταστροφικό. Ο παραγωγός βρίζει τον διανομέα, ο κριτικός βρίζει τον σκηνοθέτη, ο διανομέας τον κριτικό, ο σκηνοθέτης τους βρίζει όλους και όλοι βρίζουν τα φεστιβάλ και τους θεσμούς αν δεν πάρουν βραβεία και χρηματοδοτήσεις. Μια ωραία ατμόσφαιρα την ώρα που το κοινό κάθεται στον καναπέ και βλέπει Νέτφλιξ.
Το «Too Much Info...» είχε χαρακτηριστεί «χειροποίητο», ήταν κι η γνωριμία μας με τη δουλειά σας. Να περιμένουμε στο «Guest Star» το ίδιο ύφος; Κάτι διαφορετικό;
Ο χαρακτηρισμός αυτός μου αρέσει πάρα πολύ. Δηλώνει μια προσωπική εμπλοκή και υπό αυτή την έννοια το «Guest Star» είναι σίγουρα κι αυτό «χειροποίητο». Δεν θα πω ψέμματα, πολλές φόρες φοβήθηκα μήπως χαθεί αυτή η χειροποίητη αίσθηση μέσα από τους πιο γνωστούς ηθοποιούς, την κατά πολύ ακριβότερη κάμερα και τα πολλά φώτα αλλά νομίζω πως δεν χάθηκε και αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα.
Εχουμε συνηθίσει να λέμε ότι το ελληνικό κοινό δεν προτιμά τις ελληνικές ταινίες, όμως τη χρονιά που πέρασε κινήθηκαν, για τα δεδομένα της δύσκολης αγοράς της πανδημίας, πολύ καλά. Στοχεύετε στο κοινό; Ποιο κοινό πιστεύετε ότι θα συναντήσει την ταινία;
Είναι γεγονός πως οι Ελληνικές ταινίες που βγήκαν πέρυσι το καλοκαίρι με την άρση της καραντίνας στα θερινά πήγαν ανέλπιστα καλά. Προβλέπω ότι θα συμβεί ακριβώς το ίδιο και αυτό το καλοκαίρι και σε ακόμα μεγαλύτερη έκταση. Από εκεί που το να παίξει η ταινία σου απευθείας σε θερινό θα μπορούσε να θεωρηθεί υποτιμητικό, τώρα είναι «ζήτω ο Ιούνιος και όποιος προλάβει». Μόνο καλό είναι αυτό πάντως. Σημασία έχει να γίνονται ταινίες και να πηγαίνει ο κόσμος να τις βλέπει.
Εγώ σχεδόν αποκλειστικά στο κοινό απευθύνομαι. Μου αρέσουν τα πολύ απλά πράγματα στο σινεμά. Μια ατάκα, μια αντίδραση, ένας μορφασμός, ηρωίδες και ήρωες σε αδιέξοδα, να θέλουν πράγματα χωρίς να έχουν τα απαραίτητα εργαλεία για να τα πετύχουν. Το «Guest Star» σίγουρα θα θεωρηθεί μια σάτιρα του μοντέρνου σταρ σύστεμ άλλα για μένα είναι πάνω απ' όλα μια απλή και ειλικρινής ιστορία αγάπης.
Διαβάστε ακόμη: «Σμύρνη μου Αγαπημένη» | Το Φάληρο φλέγεται