Ο Βασίλης Χριστοφιλάκης σπούδασε κινηματογράφο στην Αγγλία, δούλεψε για πολλά χρόνια στο θέατρο ανεβάζοντας παραστάσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ενώ διδάσκει σε νέους δημιουργούς την τέχνη του σινεμά στο ΠΟΦΠΑ.
Ομως είναι και ένας σκηνοθέτης με το δικό του όραμα και φαντασία, ο οποίος αναζητά την δική του θέση στον σύγχρονο ελληνικό σινεμά. Με την πρώτη του κιόλας ταινία, το «Too Much Info Clouding Over My Head», στην οποία όχι μόνο σκηνοθετεί αλλά έχει γράψει και το σενάριο και πρωταγωνιστεί, κατάφερε να κερδίσει τρία βραβεία πέρσι στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αυτά των Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Fipresci) για την Καλύτερη Ελληνική Ταινία, βραβείο Κέντρου Κινηματογράφου Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη και βραβείο της ΕΡΤ «New Cinema», και πιο πρόσφατα το ειδικό βραβείο της Επιτροπής στα Ευρωπαϊκά Ανεξάρτητα Βραβεία στο Παρίσι και στο Διεθνές Φεστιβάλ Κύπρου Film Days.
Με αφορμή την πρεμιέρα της ταινίας του στις Ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 17 Μαΐου, ο Βασίλης Χριστοφιλάκης μιλάει στο Flix για τους συμβιβασμούς που κάνει ένας σκηνοθέτης, για το ότι δεν υπάρχει «σωστό» ή «λάθος» όταν γυρίζεις μια ταινία, για την νοσταλγία των 80s, αλλά και πόσο σημαντικό είναι να παροτρύνει τους μαθητές του να γυρίζουν ταινίες στην Ελλάδα του σήμερα.
Στο «Too Much Info Clouding Over My Head» βλέπουμε έναν σκηνοθέτη να μοχθεί για να κάνει την ταινία που αυτός θέλει, προσπαθώντας να μείνει ακέραιος και πιστός στο έργο του, παρά τις όποιες υποχωρήσεις και τους συμβιβασμούς που κάνει. Τελικά ένας καλλιτέχνης πόσο πολύ πρέπει να συμβιβάζεται για να κάνει το έργο του πραγματικότητα;
Θεωρώ ότι οι συμβιβασμοί είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καλλιτεχνικής προσπάθειας. Ο καλλιτέχνης για μένα πρέπει το γρηγορότερο να μάθει να αισθάνεται άνετα με τους συμβιβασμούς, ακόμα και να τους καλωσορίζει γιατί πολύ απλά δεν μπορεί να τους γλιτώσει. Αυτός που δεν μπορεί καθόλου να παρεκκλίνει, αυτόματα καθιστά τον εαυτό του τρομακτικά δυσκίνητο, σε περιπτώσεις ανάπηρο και στην τέχνη (πόσο μάλλον στο σινεμά) είναι απαραίτητο να κινούμαστε συνεχώς. Μπορεί να είναι άπειροι οι λόγοι, κυρίως υλικοί και φυσικά το μπάτζετ. Στο «Too Much Info Clouding Over My Head» δεν ζήτησα καμία κρατική υποστήριξη, ήταν καθαρά ιδιωτική πρωτοβουλία με χρήματα που είχα στην άκρη. Δεν ήθελα να περιμένω κανέναν, δεν ήθελα να εξαρτώμαι από κανέναν, οπότε «συμβιβάστηκα» σε ένα πολύ μικρό μπάτζετ. Ηταν η καλύτερη επιλογή που έχω κάνει ποτέ. Με τη πλάτη στον τοίχο αναγκάστηκα να στύψω ακόμα περισσότερο το μυαλό για να βρω λύσεις. Εγινα πιο δημιουργικός. Ιδεολογικά ανήκω στο σινεμά της πολύ συγκεκριμένης κεντρικής σεναριακής ιδέας. Μια ιδέα γεννά μια ιστορία. Εδώ όμως δεν χωρά συμβιβασμός. Ολα εξυπηρετούν αυτή την συγκεκριμένη ιδέα. Επίσης είναι σημαντικό να είμαστε ρεαλιστές στο σινεμά. Υπάρχει όριο στο όνειρο. Δες τι έχεις. Αν θες να κάνεις μια sci- fi space opera στον Κεραμεικό με 5.000 ευρώ μπάτζετ και δεν θες να βγει cult-trash, θα συμβιβαστείς σε σημείο που δεν θα ξανακάνεις ταινία λόγω ακραίας κατάθλιψης. Οσο πιο καθαρό, ευκρινές και ρεαλιστικό είναι το όραμα, τόσο πιο ανεπαίσθητοι είναι οι προβλεπόμενοι συμβιβασμοί που θα προκύψουν στην πορεία.
Πως προέκυψε η ιδέα για την συγκεκριμένη ταινία;
Ξεκάθαρα μέσα από τις αποτυχίες μου σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο. Λίγα χρόνια πριν είχα όντως εμπλακεί ως σκηνοθέτης σε μια ταινία που δεν ήθελα να κάνω. Εφτασα κυριολεκτικά στον πάτο. Ακουγα από παντού να μου λένε πως πρέπει να κάνω την ταινία «σωστά». Κάτι δεν μου κόλλαγε, αισθανόμουν απίστευτα ανεπαρκής. Ετυχε να δω στο σινεμά την «Frances Ha» του Νόα Μπόμπακ. Είπα «αυτό είναι το σινεμά που λατρεύω» και τότε μου κλίκαρε ακριβώς τι έπρεπε να κάνω. Ηθελα να μιλήσω για την γενιά μου, για τους γονείς μας που μας βάζουν τρικλοποδιές, για το καλλιτεχνικό στερέωμα που το γνώριζα. Τα παράτησα όλα και μέσα σε ένα χρόνο έγραψα και σκηνοθέτησα το «Too Much Info Clouding Over My Head» και ανέλαβα και τον κεντρικό ρολό, χρησιμοποιώντας με έτσι 100%. Δεν έχω λόγια να περιγράψω πόσο το απήλαυσα που τα έκανα όλα «λάθος.»
Γιατί αποφάσισες να γυρίσεις την ταινία σου σχεδόν εξ ολοκλήρου ασπρόμαυρη;
Θα μπορούσα ευκολά να δώσω αρκετές συνηθισμένες δήθεν απαντήσεις όπως «το ασπρόμαυρο έχει πιο πολύ χρώμα» ή «δεν μπορούσα να τη οραματιστώ αλλιώς» αλλά η αλήθεια είναι ότι έγινε κυρίως για πρακτικούς λόγους. Δεν είχαμε ούτε πάρα πολλά φώτα, ούτε πάρα πολύ χρόνο για να φωτίσουμε. Το ασπρόμαυρο έχει καλύτερη προσαρμοστικότητα στο φυσικό φως και αποτελεί πάντα ένα αισθητικό χακάρισμα με άλλα λόγια το κάνεις ασπρόμαυρο και έχει στυλ. Αυτό σήμαινε ότι θα μπορούσαμε να έχουμε τα πλάνα μας γρήγορα, χωρίς πολύ δουλειά και εξοπλισμό, κάτι πολύ σημαντικό για το περιορισμένο μπατζετ. Βέβαια, για να μην τα ισοπεδώνω όλα οι αγαπημένες μου ταινίες είναι ασπρόμαυρες οπότε σε ένα ποσοστό ίσως ήταν και μια υποσυνείδητη επιλογή. Ηθελα να έχει αυτό το αστικό, Νιουγιορκέζικο-Παριζιάνικο feel. Ηθελα να φανεί και μια αγάπη για την ασπρόμαυρη Αθήνα. Τέλος, ήταν και ένας μοχλός έλξης για ηθοποιούς και συνεργάτες. Ο διάλογος «μωρε, δεν έχω χρόνο, είμαι πιεσμένος-η και τα λεφτά είναι και λίγα», «ναι, αλλά είναι ασπρόμαυρο», «οκέυ, είμαι μέσα» ήταν ένα συχνό φαινόμενο.
Επίσης είναι σημαντικό να είμαστε ρεαλιστές στο σινεμά. Υπάρχει όριο στο όνειρο. Δες τι έχεις. Αν θες να κάνεις μια sci- fi space opera στον Κεραμεικό με 5.000 ευρώ μπατζετ και δεν θες να βγει cult- trash, θα συμβιβαστείς σε σημείο που δεν θα ξανακάνεις ταινία λόγω ακραίας κατάθλιψης.»
Στην ταινία αυτή, πέρα από το σενάριο και την σκηνοθεσία που υπογράφεις, πρωταγωνιστείς κιόλας. Πόσο διαφέρει ο Βασίλης της ταινίας από τον πραγματικό Βασίλη; Υπάρχουν μέσα στην ταινία και αυτοβιογραφικά στοιχεία;
Θα έλεγα ότι ο Βασίλης της ταινίας και ο πραγματικός έχουν κοινά σημεία στο επίπεδο που έχει κοινά σημεία ένας οποιοσδήποτε ρόλος με τον ερμηνευτή του. Πάντα υπάρχει κάτι δικό σου που φέρεις στο ρόλο, τουλάχιστον όταν γίνεται τίμια. Πολλοί μπορεί να θεωρήσουν ότι έπαιξα τον εαυτό μου αλλά μόλις με γνωρίσουν από κοντά καταλαβαίνουν ότι δεν είμαι ο Βασίλης της ταινίας. Μακάρι να μπορούσα να έχω το σθένος του και τον παρορμητισμό του να βάζω στη θέση του τον κάθε «ηλίθιο», αλλά δυστυχώς δεν είμαι έτσι στην πραγματικότητα. Από την άλλη, το έχω πει πολλές φορές, αν ήμουν έτσι στην καθημερινότητα μάλλον θα ήμουν σε κάποια φυλακή ή ψυχιατρική κλινική και θα φώναζα πως είμαι αθώος. Το γεγονός ότι επέλεξα να έχω το ίδιο μικρό όνομα είναι ένα παλιό τέχνασμα της κωμωδίας. Κάνει τα πράγματα πιο οικεία για το θεατή. Παραμυθιάζεται πως βλέπει μια ιστορία που πραγματικά έχει συμβεί. Είναι πιο κοντά στη ζωή και η κωμωδία είναι ακριβώς αυτό- περιγράφει τη ζωή όπως ακριβώς είναι σε αντίθεση με το δράμα που την περιγράφει όπως θα θέλαμε να είναι. Ολα τα παραπάνω ισχύουν και για τα αυτοβιογραφικά στοιχεία της ιστορίας. Είναι μια μείξη πραγμάτων που έχω ζήσει, έχω ακούσει, έχω φανταστεί. Βρίσκω πολύ γοητευτικό να μπλέκεται το βιογραφικό στοιχείο με το ψέμα του σινεμά και όλες οι γραμμές να είναι θολές.
Υπάρχουν αρκετές αναφορές από διάφορες παλιές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές στην ταινία σου. Πόσο πολύ σε επηρέασαν όλες αυτές εσένα ως σκηνοθέτης; Ποιες είναι οι πιο έντονες επιρροές σου από το σινεμά;
Είμαι ένα στερεοτυπικό μοναχοπαίδι που μεγάλωσε στην Αθήνα το 80’-90’ και πήγαινε για μεγάλο διάστημα σε ιδιωτικό σχολείο. Η παρέα μου ήταν τα παιχνίδια μου, τα κόμιξ, οι βιντεοκασέτες και τα καρτούν στην τηλεόραση. Ολα μέσα στο παιδικό μου δωμάτιο. Εκεί έγινα για πρώτη φορά σκηνοθέτης. Εβλεπα-διάβαζα τις ιστορίες και έπειτα προσπαθούσα να φτιάξω τις δικές μου με τα παιχνίδια μου. Σαφώς λοιπόν με επηρεάζουν μέχρι σήμερα και επίσης σαν στερεοτυπικός μιλένιαλ διακρίνομαι από μια έντονη νοσταλγία για την εποχή εκείνη. Οι κινηματογραφικές μου επιρροές είναι πολλές και είμαι περήφανος να μιλάω ανοικτά γι’ αυτές. Η λίστα είναι λίγο μεγάλη. Γούντι αλεν (προφανώς), Τζιμ Τζάρμους, Κέβιν Σμιθ, η κινηματογραφική μέθοδος των αδελφών Κοέν, οι early mumblecore ταινίες των αδελφών Ντουπλάς, Λίνα Ντάναμ, Τζο Σουάνμπεργκ, Ρίτσαρντ Λίνκλειτερ, Αλεξ Χόλντριτζ, Αντρέι Μπουγιάλσκι και οι μεγάλοι κωμικοί της εποχής μας Λάρι Ντέιβιντ, Ρίκυ Τζερβαις, Στιβ Κούγκαν. Ιερά τέρατα του μακρινού παρελθόντος δεν αγγίζω αφενός γιατί ντρέπομαι και αφετέρου η λίστα δεν θα τελειώσει ποτέ.
Δούλεψες και αρκετά χρόνια στο θέατρο. Πόσο ομαλά έγινε η μετάβαση από την θεατρική σκηνή στο κινηματογραφικό πλατό;
Παρ' όλο που σπούδασα κινηματογράφο, απορροφήθηκα για αρκετά χρόνια στο θέατρο. Τώρα πια που το βλέπω από απόσταση, ήταν ξεκάθαρο ότι έψαχνα να βρω την ταυτότητα μου σαν καλλιτέχνης εκείνη την εποχή. Οι παραστάσεις μου διέφεραν πολύ η μια από την άλλη, διαρκώς πειραματιζόμουν με διαφορετικά έργα και συνεργάτες. Αν και το θέατρο από την πρώτη στιγμή μου φέρθηκε σκληρά, ίσως και να το άξιζα, ίσως και όχι, το αγάπησα βαθιά. Ομως δεν με κέρδισε και δεν πειράζει γιατί το θέατρο δεν έχει ανάγκη κανέναν. Ηθελα πάντα να κάνω σινεμά και καταπιεζόμουν. Βρήκα αφορμή με την επανάσταση των dslr να πηδήξω από το πλοίο. Το γεγονός ότι πλέον θα μπορούσα να κάνω ταινίες ψηφιακά, χωρίς μεγάλο κόστος με ενθουσίασε. Χρωστάω όμως στο θέατρο κάτι σημαντικό: Μου έμαθε πώς να δουλεύω με τους ηθοποιούς. Οχι μόνο πώς να τους καθοδηγώ σε μια σκηνή αλλά και πώς να τους καταλαβαίνω σαν ξεχωριστές οντότητες.
Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή στην δημιουργία της πρώτης σου ταινίας;
Αρκετές οι δύσκολες στιγμές. Αν πρέπει να διαλέξω μια είναι σίγουρα το «σύνδρομο του κλέφτη» που μου αναπτύχθηκε έντονα κατά τη διάρκεια της παραγωγής της ταινίας. Από την αρχή φάνηκε ότι αυτή η ταινία θα πήγαινε καλά. Το σενάριο άρεσε πάρα πολύ σε όποιον το διάβαζε. Το γύρισμα πήγε εξίσου καλά. Υπήρχε ένας έντονος ενθουσιασμός για αυτό που φτιάχναμε ο οποίος είχε ξεκάθαρα βάση, δεν ήταν φτιαχτός. Εγώ όμως άρχισα να αισθάνομαι ότι έκλεψα, ότι όλο αυτό κάποια στιγμή θα καταρρεύσει, ότι δεν το αξίζω και από λεπτό σε λεπτό θα έρθει η αστυνομία να με συλλάβει. Ολοι θα καταλάβουν τι «απατεώνας» είμαι. Είπαμε, στερεοτυπικός μιλένιαλ. Εμείς δεν πιστεύουμε στην επιτυχία. Η συνεχής αγάπη και υποστήριξη των συνεργατών και κοντινών μου ανθρώπων ήταν καθοριστική για να πιστέψω στον εαυτό μου και στην ταινία.
Παράλληλα δουλεύεις και ως καθηγητής στο ΠΟΦΠΑ. Πιστεύεις πως μπορεί κάποιος να διδαχθεί το σινεμά για να αρχίσει να κάνει ταινίες ή απλά χρειάζεται να έχει μόνο το ταλέντο του;
Εχω αποφοιτήσει από σχολή κινηματογράφου και ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει να σου λένε να κάνεις ταινίες σαν όλους τους άλλους. Προσπαθώ να μην το εμφυσήσω αυτό στους φοιτητές του ΠΟΦΠΑ. Το θέμα είναι να κάνεις τη δική σου ταινία. Σαφώς και κάποιος μπορεί να διδαχθεί σινεμά. Να μάθει τι σημαίνει παραγωγή, τι σημαίνει βοηθός σκηνοθέτη, διευθυντής παραγωγής, ρακόρ, η σημασία του καλού ήχου. Να μάθει δομή στο σενάριο, να μάθει τους φακούς και την κινηματογραφική γραμματική. Ολα αυτά είναι άκρως απαραίτητα. Παρολ’ αυτά δεν υπάρχει σωστός τρόπος σκηνοθεσίας. Υπάρχει μόνο ο τρόπος του καθενός. Πρέπει να έχει προσωπικό στίγμα και αυτό δεν διδάσκεται. Αρνούμαι να τους δείξω πως σκηνοθετώ εγώ προσωπικά. Δεν θέλω να μπουν σε διαδικασία μίμησης. Προσπαθώ να τους ενθαρρύνω να μιλήσουν για ιστορίες που τους αγγίζουν, να βρουν μέσα από την ψυχή τους θέματα για τα οποία πρέπει να μιλήσουν αλλιώς θα σκάσουν. Εκεί βρίσκεται το στυλ του καθένα ξεχωριστά. Εκεί γεννιέται η καλή ταινία και πάντα βρίσκει αποδέκτη. Το ταλέντο δεν είναι ποτέ αρκετό, ούτε η πολλή δουλειά. Ενας σκηνοθέτης χρειάζεται πολύ περισσότερα πράγματα. Ψυχική και σωματική αντοχή, ικανότητα στο multitasking, κοινωνική δεξιότητα, αμεσότητα, να ξέρει πότε να λέει όχι αλλά και πότε να υποχωρεί, αποφασιστικότητα, ανοσία στην απόρριψη, οργανωτική και στρατηγική ευφυΐα, καθαρή σκέψη κάτω από δύσκολες συνθήκες, να γνωρίζει στοιχειωδώς τα τεχνικά, να έχει μελετήσει δραματουργία και δομή, να έχει δει άπειρες ταινίες. Ολα τα παραπάνω τα χρειάζεσαι. Μόνο όταν δεν το αντιμετωπίζεις σαν παιχνίδι, το σινεμά γίνεται παιχνίδι.
Τι είναι αυτό που λες στους μαθητές σου για να τους εμψυχώσεις και να κάνουν ταινίες στην Ελλάδα του σήμερα και τι είναι αυτό που λες στους μαθητές σου για να τους εμψυχώσεις και να κάνουν ταινίες στην Ελλάδα του σήμερα – τώρα μετά που έχεις κάνει την πρώτη σου ταινία;
Προσπαθώ να τους παροτρύνω να κάνουν ταινίες. Αυτό είναι το σημαντικότερο. Να μην μένουν αιώνια στο στάδιο της συγγραφής σεναρίου ή μιας ιδέας που πλανάται στο μυαλό τους επ’ αόριστον. Οι περισσότεροι παλεύουν με το πρώτο τους σενάριο. Τους εξηγώ πως δεν οφείλει να καθυστερούν. Εξάλλου, όποιος θέλει να γίνει σεναριογράφος πρέπει να ολοκληρώσει το πρώτο του σενάριο, να το σκίσει γιατί δεν θα είναι καλό και αμέσως να αρχίσει να γράφει το επόμενο. Και φυσικά να είναι ρεαλιστές. Το να κάνεις μια ταινία για μια ιστορία που ξέρεις είναι καλό αλλά έχει ημερομηνία λήξης. Το να κάνεις μια ταινία που θες να δεις είναι πολύ καλύτερο. Το να κάνεις μια ταινία που θες να δεις και έχεις τα μέσα να την κανείς είναι το απόλυτο.
Πόσο «κόστισε» (κυριολεκτικά και μεταφορικά) το «Too Much Info Clouding Over My Head»;
Κυριολεκτικά κόστισε 16,000 ευρώ. Ναι δεν έχει γίνει τυπογραφικό λάθος. Είμαι φτηνός σκηνοθέτης και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Πολλοί μου έλεγαν στην αρχή πως είμαι τρελός και πως δεν θα τα καταφέρω ποτέ. Το είχα οραματιστεί και ήξερα ακριβώς πως θα το κάνω. Δεν ξοδέψαμε ούτε ένα ευρώ για κάτι που δεν χρειαστήκαμε. 2-3 συνεργάτες βοήθησαν αφιλοκερδώς και τους ευγνωμονώ. Σχεδόν όλοι πληρώθηκαν γνωρίζοντάς ότι δεν θα λύσουν το οικονομικό τους πρόβλημα αλλά η αγάπη τους για το σινεμά και η πίστη τους στο «Too Much Info Clouding Over My Head» τους ήταν αρκετή. Ας μην νομίσουν οι επίδοξοι θεατές ότι θα δουν ένα home video. Το υπογραμμίζω, δεν φαίνονται τα 16, 000 ευρώ. Δώσαμε το είναι μας για να δουν μια κανονικότατη ταινία που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από πολύ μεγαλύτερα μπάτζετ. Μεταφορικά είχε συναισθηματικό κόστος. Αϋπνίες, εντερικά σύνδρομα, στρες, ατελείωτες ώρες δουλειάς (κυρίως στο μοντάζ) μέχρι να χαλαρώσω την τελειομανία μου και το αφήσω να ολοκληρωθεί. Αλλά άξιζε. Μόλις πέσουν τα φώτα, ξεκινήσει η ταινία και ακούσω το πρώτο γέλιο, παίρνω την ανταμοιβή μου για όλη αυτή την προσπάθεια. Κλισέ, το ξέρω άλλα έκπληκτος συνειδητοποίησα ότι ισχύει.