Είναι καταχρηστικό να μιλάς για αγνό, μπρεσονικό σινεμά στην περίπτωση των Ζαν-Πιέρ και Λικ Νταρντέν.

Σχεδόν όσο καταχρηστικό είναι να προσπαθείς να χωρέσεις κάθε καινούρια ταινία τους σε κάτι διαφορετικό από το μεγάλο βιβλίο των πορτρέτων που με απίστευτη για τις αντοχές κάθε νέου σκηνοθέτη σκιαγραφούν εδώ και δύο δεκαετίες, σε μια λες ασυνείδητη προσπάθεια η φιλμογραφία τους να μείνει στο μέλλον ως μια υπενθύμιση για τις μικρές ή μεγάλες διαδρομές των αόρατων ανθρώπων που πάτησαν κάποτε στη Γη.

Ο «Νεαρός Αχμεντ» - όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας - είναι το τελευταίο τους βασανισμένο «παιδί», σε ένα έργο που ασχολήθηκε με την σωματική, κοινωνική, πνευματική ενηλικίωση περισσότερες από μια - αριστουργηματικές - φορές, είτε κάποιος επιστρέψει στις απαρχές της «Υπόσχεσης» ή στο Χρυσό Φοίνικα της «Ροζέτας» και του «Παιδιού» ή του «Παιδιού με το Ποδήλατο» ή στο λιγότερο γνωστό αλλά αντίστροφως ανάλογα σπουδαίο «Γιο».

Ζώντας μαζί με τη μητέρα του και τις αδελφές του σε μια εργατική οικογένεια κάπου στο Βέλγιο, ο 13χρονος Αχμεντ είναι ένα παιδί που όταν τον συναντάμε βρίσκεται ήδη σε διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης σε σχέση με τη μουσουλμανική του ταυτότητα. Επηρεασμένος από έναν ιμάμη που διδάσκει την τιμωρία απέναντι στους «άπιστους» και ηρωποιεί όσους θυσιάζουν τη ζωή τους για τη τζιχάντ, ο Αχμεντ αρχίζει να κατηγορεί τη μητέρα του και τις αδελφές του ως αμαρτωλές επειδή δεν φορούν μαντίλα και δεν ζουν σύμφωνα με τις επιταγές του Κορανίου, ενώ καλλιεργεί και μίσος για τη δασκάλα του που ήταν αυτή που τον βοήθησε όταν ήταν μικρότερος να ξεπεράσει τη δυσλεξία του, απλά και μόνο επειδή αυτή αντιδρά όταν αυτός αρνείται να της δώσει το χέρι για χαιρετισμό.

Μια βίαιη επίθεση εναντίον της, θα φέρει τον Αχμεντ σε ένα σωφρονιστικό ίδρυμα ανηλίκων, εκεί όπου μια σειρά από ειδικούς θα σταθούν με σεβασμό απέναντι στη θρησκευτική του ρουτίνα, προσπαθώντας να τον φέρουν ταυτόχρονα και πιο κοντά στην οικογένειά του, τη δασκάλα που πλήγωσε, την ηλικία του.

Με το δωρικό τους τρόπο που αφαιρεί από τη δράση κάθε περιττό βερμπαλισμό ή ανάλυση (και διδακτισμό και υπόδειξη), οι αδελφοί Νταρντέν ακολουθούν τον Αχμεντ σε μια διαδρομή που δεν μοιάζει να έχει προφανές τέλος. Η ενδιαφέρουσα από όλες τις απόψεις επιλογή τους να είναι ο Αχμεντ (στο ντεμπούτο του ο καταπληκτικός 14χρονος Ιντίρ Μπεν Αντι) ένα παιδί ατσούμπαλο, εσωστρεφές, συνεσταλμένο, με λάιτ μοτίφ τα γυαλιά του που πέφτουν σε κάθε σκηνή έντασης, κάνει την αίσθηση του (ανθρώπινου) θρίλερ που χτίζεται μεθοδικά πάνω στις φαινομενικά ασήμαντες στιγμές της καθημερινότητάς του ακόμη πιο έντονο και πιο επώδυνο. Δεν είναι μόνο ο αντίκτυπος της εικόνας ενός παιδιού που φανατίζεται με μια θρησκεία, αλλά φυσικά η προβολή που κάνει κάθε θεατής για το «τι θα γίνει όταν μεγαλώσει».

Μην γελαστείτε. Η πραγματική τόλμη των Νταρντέν δεν είναι ότι «πιάνουν» ένα από τα πιο ριψοκίνδυνα θέματα αυτή τη στιγμή στο σινεμά της Δύσης, αλλά ότι προσπαθούν να το εντάξουν χωρίς καμία (κινηματογραφική) έκπτωση στο κινηματογραφικό τους σύμπαν. Το κάνουν με την πάντα συναρπαστική μανιέρα της στενής παρακολούθησης, της κάμερας στο χέρι, της προσήλωσης στα πρόσωπα και από εκεί σε ό,τι πιο αληθινό αναδύεται από την ανθρώπινη αγωνία. Με περισσότερες από μια σπουδαίες στιγμές (της πρώτης συνάντησης του Αχμεντ με τη δασκάλα του μετά την επίθεση, τη στιχομυθία με το κορίτσι που θα τον φιλήσει), ο «Νεαρός Αχμεντ» ξετυλίγεται σαν μια ιστορία ενηλικίωσης που διαφέρει απ' όλες τις υπόλοιπες στο έργο τους, ακριβώς γιατί εδώ δεν είναι πλέον η κοινωνία που συνθλίβει τον κεντρικό τους ήρωα, αλλά είναι ο ίδιος που στέκεται απέναντι σε όλους.

Είναι φανερό ότι όσο ο βαθμός δυσκολίας ανεβαίνει, οι Νταρντέν επιλέγουν την ασφάλεια των χαμηλών τόνων παρά τις ανεβασμένες στροφές του δράματος (το έκαναν με ακόμη πιο ασθματικά αποτελέσματα και στην προηγούμενη ταινία τους, το «Αγνωστο Κορίτσι») και όσο αναρωτιέσαι (όπως και οι ίδιοι) τι ακριβώς θα είναι το τελικό μήνυμα για την τύχη αυτού του παιδιού, τόσο η διαδρομή προς την αμήχανη (και πόσο δύσκολο να το παραδεχτείς για αυτούς τους σκηνοθετες) εύκολη και χειριστική σκηνή του φινάλε, είναι ταυτόχρονα μια κλασική νταρντενική στιγμή - και όμως όχι.

Διατηρώντας αναλλοίωτη την μπρεσονική ψυχή τους, εδώ με το «σύμβολο» του Αχμεντ να είναι και μια πανίσχυρη πολιτική δήλωση για τον κόσμο σήμερα και δίνοντας ορατότητα σε (τελικά) ακόμη ένα παιδί που ζει και προσπαθεί να επιβιώσει ανάμεσά μας, οι Νταρντέν εμπλέκουν τον θεατή σε μια διαδρομή που ωστόσο όταν ολοκληρώνεται δεν αφήνει σε καμία περίπτωση το ίδιο αποτύπωμα με τις μεγάλες τους στιγμές - αποδεικνύοντας ότι προφανώς δεν υπάρχει κανείς που να καταφέρνει να κάνει αυτό το σινεμά καλύτερα. Εκτός ίσως από τους ίδιους.