Η Τζενί είναι μία δυναμική νεαρή γιατρός στη Λιέγη. Εδώ και 3 μήνες έχει αναλάβει το κοινωνικό ιατρείο ενός ηλικιωμένου πια γιατρού, ο οποίος βγαίνει στη σύνταξη, ενώ οι βλέψεις της είναι να κάνει καριέρα σε ιδιωτικό νοσοκομείο με καλύτερο μισθό και προοπτικές. Προς το παρόν όμως δέχεται τους άπορους ασθενείς της περιοχής, κάνει επισκέψεις στα σπίτια κι εκπαιδεύει τον Τζουλιέν, έναν νεαρό φοιτητή ο οποίος όμως είναι υπερευαίσθητος και μοιάζει να κλονίζεται συναισθηματικά με κάθε περίπτωση που φτάνει στο ιατρείο τους. Η Τζενί προσπαθεί να τον σκληραγωγήσει, καθώς πιστεύει ότι τα αισθήματα μπορούν να αποπροσανατολίσουν ένα γιατρό από την κατεπείγουσα ουσία της δουλειάς του, όταν ένα περιστατικό θα την ταρακουνήσει συθέμελα και θα αλλάξει τη στάση της απέναντι στη ζωή. Ενα κουδούνι στην εξώπορτα του ιατρείου αργά το βράδυ, το οποίο δεν απαντάει διδάσκοντας τον Τζουλιέν ότι «καλό είναι να μάθουν οι ασθενείς να σέβονται το ωράριο» αποδεικνύεται κατεπείγον περιστατικό: μία νεαρή κοπέλα που καταδιώκεται από το δολοφόνο της χτυπούσε για να ζητήσει καταφύγιο. Λίγα μέτρα πιο κάτω βρέθηκε νεκρή. Η Τζενί νιώθει υπεύθυνη και ξεκινά μία πορεία αναζήτησης της ταυτότητας του «άγνωστου κοριτσιού» με όσα μέσα διαθέτει. Δείχνει τη φωτογραφία της στους υπόλοιπους ασθενείς, σε γείτονες, σε νοσοκομεία. Ακολουθεί το νήμα μίας θεωρίας με κίνδυνο τη ζωή της. Ανακοινώνει στην ιδιωτική κλινική ότι δε θα αναλάβει καθήκοντα αλλά θα παραμείνει στο κοινωνικό της πόστο, ενώ, ταυτόχρονα, προσπαθεί να μεταπείσει τον νεαρό Τζουλιέν (που μέσα σε όλα παραιτήθηκε και επέστρεψε στο χωριό του) να μην εγκαταλείψει τα όνειρά του.
Η πανανθρώπινη καρδιά των αδελφών Νταρντέν είναι γνωστή και χτυπά ακόμα δυνατά. Οι Βέλγοι σεναριογράφοι και σκηνοθέτες που πάνω από 15 χρόνια υπογράφουν μικρά και μεγάλα αριστουργήματα (από την «Υπόσχεση» και το «Γιο», μέχρι το «Παιδί με το Ποδήλατο» και το πρόσφατο «Δύο Μέρες, Μια Νύχτα») κερδίζοντας δύο φορές το Χρυσό Φοίνικα (το 1999 με τη «Ροζέτα» και το 2005 με το «Παιδί») χρησιμοποιούν ένα κατεπείγον νεορεαλιστικό σινεμά για να ανοίξουν έναν βαθύτατα πολιτικό, ουμανιστικό διάλογο για τους συνανθρώπους μας στο περιθώριο - οικονομικό, κοινωνικό, φυλετικό. Οι Νταρντέν πάντα ακολουθούσαν σχολαστικά τους (αντι)ήρωές τους, μας αναγκάζαν να κοιτάξουμε σε σχολαστικό κοντινό τις ζωές τους για να μας αποδείξουν ότι, όχι, νομίζουμε αλλά στην ουσία δεν κοιτάμε, δεν παρατηρούμε, δεν ξέρουμε τίποτα. Χαζεύουμε, βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα, εγκαταλείπουμε. Προσπερνούμε κρυμμένοι στα στερεότυπα και τα οικεία μας κλισέ. Μέσα από τον νατουραλιστικό, άλλοτε σκληρό κι άλλοτε τρυφερό φακό τους, η εικόνα πλησιάζει με ενδιαφέρον και το θέμα τους αποκτά δύναμη, διαύγεια, φως. Προκαλεί συγκίνηση, σοκ, κατανόηση, αλληλεγγύη.
Πόσα άγνωστα κορίτσια εξαφανίζονται στον κόσμο. Πόσες «Jane Doe», εγχώριες ή μετανάστριες κοπέλες που δεν υπάρχει κανείς να τις αναζητήσει; Κάποιος τις χρησιμοποίησε και τις πέταξε ως αναλώσιμη συνέπεια ενός βρώμικου περιθωρίου. Πόσο βαθιά θα ψάξει στα αλήθεια η αστυνομία για να αποδώσει δικαιοσύνη; Πόσο χώρο θα καταναλώσουν οι εφημερίδες; Ποιος θα ενδιαφερθεί τελικά; Ποιος θα ανοίξει την πόρτα όταν ένα τέτοιο κορίτσι του χτυπήσει για βοήθεια;
Οι Νταρνέν θέλουν να χτυπήσουν αυτή την πόρτα και απαιτούν από το θεατή να τους ανοίξει. Γιατί θέλουν να ξυπνήσουν τη σε λήθαργο συλλογική μας συνείδηση, το εγκληματικά κοιμισμένο κοινωνικό μας ενδιαφέρον, τις ανύπαρκτες τύψεις μας σε έναν κόσμο εγωιστικό, ανελέητα ανταγωνιστικό, μοναχικό και διεφθαρμένο. Κανείς δε νοιάζεται για τίποτα και τίποτα δεν τον αφορά. «Δεν είναι δική μου δουλειά» σκεφτόμαστε συχνά. «Δεν είναι δική μου ευθύνη» καθησυχάζουμε τους εαυτούς μας.
Ακολουθώντας μία νεαρή γιατρό που κλονίζεται όταν συνειδητοποιεί ότι, ενώ έχει ως λειτούργημά της να βοηθά τον κόσμο, η αναλγησία της σκότωσε μια κοπέλα, οι Νταρντέν μάς ξεναγούν σε όλο το φάσμα της κοινωνικής μας αδιαφορίας. Και ταυτόχρονα, μέσα από την ανεξήγητη επιμονή της Τζενί να βρει την ταυτότητα του κοριτσιού, ή να μεταπείσει τον απογοητευμένο μαθητή της, μάς δείχνουν τον τρόπο που οφείλουμε να κάνουμε το έξτρα βήμα. Να ξυπνήσουμε μέσα μας το συναίσθημα. Γιατί αν τα συναισθήματα δε χωρούν την ώρα που τρέχει ο γιατρός για μία διάσωση, εμείς είναι σίγουρο ότι θα πεθάνουμε ως κοινωνίες αν τα απαρνηθούμε.
Δυστυχώς όμως, παρόλο που η πρόθεση είναι ξεκάθαρη και το μήνυμα αξιέπαινο, η ταινία δεν λειτουργεί. Οι Νταρντέν γράφουν ένα από τα πιο αδύναμα σενάριά τους και το κινηματογραφούν φλαταρισμένα, καθοδηγώντας την πρωταγωνίστρια Αντέλ Ενέλ σε μία ισάξια υποτονική ερμηνεία. Η μαεστρική συνήθως ικανότητά τους να χτίζουν την ένταση μέσα από το ρυθμό και την ενέργεια της νατουραλιστικής τους κάμερας, μέσα από την παρατήρηση και την παράθεση σεκάνς περιστατικών, εδώ μοιάζει ξεφούσκωτη, άπνοη, απούσα. Ακολουθείς βαριεστημένα την ηρωίδα στην αναζήτησή της και στην πορεία αυτογνωσίας της, το μυαλό καταλαβαίνει πολύ καλά το μείζον κοινωνικό ζήτημα, η συναισθηματική σου νοημοσύνη όμως δε διεγείρεται. Ποτέ.
Είμαστε μεγάλοι θαυμαστές των Βέλγων σκηνοθετών, αλλά είναι πολύ ειρωνικό να απαιτούν να αναστήσουμε το ενδιαφέρον μας για τον άγνωστο δίπλα μας, και να το κάνουν με έναν τόσο αδιάφορο τρόπο. Κρίμα...