Τέσσερα χρόνια μετά τη «Μάχη του Σικάγο», όπου οι άνθρωποι έβγαλαν τους Transformers σε αχρηστία, ένα μηχανικός / εφευρέτης, ιδεαλιστικής και ρομαντικός, που ζει με την καλλονή κόρη του σε μια φάρμα στο Τέξας, ανακαλύπτει, μετασχηματισμένο σε φορτηγό, τον Οπτιμους Πράιμ που, πλέον, καταζητείται. Την ίδια ώρα, ένας πολυμήχανος επιχειρηματίας με πολιτικές άκρες κατασκευάζει δικούς του Transformers που προορίζονται ν’ αλλάξουν μια για πάντα την ισορροπία ανθρώπου και μηχανής, γήινου, εξωγήινου και κατασκευασμένου.

Από το ίδιο το άνοιγμα της ταινίας, ένα θεαματικό και σκοτεινό flash back με γιγαντιαία διαστημόπλοια που εξοντώνουν υπερμεγέθεις τρομαγμένους δεινόσαυρους, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: ο Μάικλ Μπέι έχει επιστρέψει, αποφασισμένος να φτιάξει τους μεγαλύτερους και απειλητικότερους Transformers στην ιστορία του franchise, προσθέτοντας νέες παραμέτρους στην πλοκή του, ένα ολοκαίνουριο «ανθρώπινο» καστ και σκηνές δράσης που αυξάνονται εκρηκτικά με γεωμετρική πρόοδο. Στην «ανθρώπινη» πλευρά της ταινίας, πέρα από το ότι οι κακοί είναι υποχθόνιοι σφετεριστές και ο καλοί είναι… Τεξανοί ονειροπόλοι, λάτρεις του αμερικανικού ιδεώδους (τι θέλετε τώρα;), η ιδέα μιας εναλλακτικής οικογένειας που αναγκάζεται να προστατέψει την ανθρωπότητα είναι χαριτωμένη και γίνεται ακόμα πιο ελκυστική χάρη στο καστ της, τον απόλυτα στιβαρό, με πετυχημένες στιγμές χιούμορ, Μαρκ Γουόλμπεργκ και τη Νίκολα Πελτς με τα καυτά σορτσάκια και τ΄ ατελείωτα πόδια που μοιάζει η πιο ζωντανή και δραστήρια απ’ όλες τις γυναικείες παρουσίες που έχουν εμφανιστεί στο franchise.

Στην… «transformer» πλευρά του φιλμ, το παιχνίδι παίζεται με διαρκείς αναφορές ανάμεσα στο ρετρό και στην εξέλιξη της τεχνολογίας, με τους γνώριμους μεταλλασσόμενους ήρωες (τον Οπτιμους, τον Μπάμπλμπι και τους φίλους τους) να εκπροσωπούν, συχνά με καυστικό χιούμορ, την παλιά, αλλά ηθική φρουρά απέναντι στις νέες φονικές μηχανές που τους μοιάζουν, αλλά δεν έχουν «ψυχή», δηλαδή αυτή τη φωτεινή τρύπα στο κέντρο του στέρνου τους. Οι σκηνές δράσης, από τη μέση της ταινίας και μετά, είναι καταιγιστικές κι εντυπωσιακές, έτσι όπως απαιτείται από ταινία του Μάικλ Μπέι, όπου αυτό είναι και το μεγαλύτερο αβαντάζ: και με τη λέξη μεγαλύτερο κυριολεκτούμε. Τεράστια, ωστόσο, είναι κι η διάρκεια της ταινίας, με μια τάση αχρείαστης πλεονεξίας που χαμηλώνει το ενδιαφέρον. Οι φανς του franchise δε θ’ απογοητευτούν, οι υπόλοιποι θα νιώσουν ότι παρακολουθούν αγοράκια που παίζουν με τους transformers τους πλάθοντας ιστορίες, σ’ ένα φιλμ ωστόσο όπου το ζητούμενο δεν είναι το σενάριο, αλλά το υπερθέαμα και η ταχύτητα. Σ’ αυτούς τους τομείς, το τέταρτο «Transformers» έχει ίδια γεύση με τα προηγούμενα, λίγο πιο γεμάτη: μια συνταγή που πετυχαίνει, ποιος την αλλάζει;


Διαβάστε ακόμη:

Heavy Metal: Πρώτες εικόνες από το «Transformers: Age of Extinction»