Κάποιες ομάδες ψυχανάλυσης χρησιμοποιούν ένα «τοτέμ». Οποιος το παίρνει στα χέρια του, έχει το λόγο. Δεν έχουμε ιδέα αν ο τίτλος της νέας ταινίας (μετά το «The Chambermaid» του 2018) της μεξικάνας Λίλα Αβιγιέζ αναφέρεται σε κάτι τέτοιο. Με έναν παράξενο τρόπο ταιριάζει όμως, καθώς όλοι οι κάτοικοι του μικρόκοσμου της ταινίας βρίσκονται στο σπίτι αυτής οικογένειας για να πάρουν κάποια στιγμή το λόγο. Με τον τρόπο που μπορεί ο καθένας, με λόγια ή χωρίς, να αποχαιρετήσουν τον 30χρονο Τόνια, ο οποίος, όπως και η μητέρα του, φεύγει από επιθετικό καρκίνο στα κόκκαλα. Είναι τα γενέθλιά του και το σπίτι ανοίγει για ένα πάρτι - όπως θα έπρεπε να είναι όλες οι κηδείες. Πρώτη καταφθάνει από το πρωί η μικρή του κόρη, η Σολ, μέσα από τα μάτια της οποίας παρακολουθούμε το χάος των προετοιμασιών, των αδελφών του που τσακώνονται, του πατέρα του που εκνευρίζεται, της νοσοκόμας του που είναι η μόνη που καταλαβαίνει ότι δεν έχει μόνο ο ασθενής της ανάγκη από φροντίδα, αλλά κι αυτό το μικρό κορίτσι που χάνει τον πατέρα της. Ξαδέλφια, θείοι, γείτονες, συμφοιτητές από τη σχολή Καλών Τεχνών όλοι μαζεύονται και κουβαλούν τις αναμνήσεις τους για τον μελλοθάνατο νέο. Ο καθένας θα πάρει το «Τοτέμ» στα χέρια του, ή τουλάχιστον το αλκοόλ του, θα κοιτάξει έναν άνθρωπο στα μάτια, και θα του πει ακριβώς τι σήμαινε η ζωή του για τη ζωή του. Ναι, κάπως έτσι θα πρέπει να είναι οι κηδείες. Να συμβαίνουν όσο είμαστε ακόμα ζωντανοί. Αλλωστε τον σπαραγμό δεν μπορείς να τον γλιτώσεις ούτως ή άλλως.
Στο «The Chambermaid», το σκηνοθετικό της ντεμπούτο, η Αβιγιέζ ακολουθούσε την ιστορία της καθαριότητας και της τάξης μιας καθαρίστριας για να αφηγηθεί κάτι πολύ μεγαλύτερο: την οικονομική ανισότητα στις κάστες της μεξικανικής κοινωνίας. Εδώ αφήνει το χάος και την ακαταστασία ενός σπιτιού, με ανθρώπους που μπαινοβγαίνουν και ταράζουν την ηρεμία στα δωμάτια, μία κουζίνα που δεν προλαβαίνει να καθαριστεί γιατί κάποιος προετοιμάζει το επόμενο γλυκό ή λούζεται στον νιπτήρα γιατί όλα τα μπάνια είναι κατειλημένα και το δωμάτιο ενός αρρώστου που το σώμα του καταρρέει, για να μάς πει κάτι διαφορετικό και πανανθρώπινο. Η ζωή μας είναι χαοτική και δεν υπάρχει έλεγχος. Η αρρώστια θα τη λεκιάσει. Η απώλεια θα την συνθλίψει. Ο πόνος του τέλους θα χτυπήσει την καρδιά σου και θα την ανοίξει σαν πινιάτα - για να εμφανιστούν κι άλλοι, περισσότεροι πόνοι.
Ο τόνος της Αβιγιέζ δεν έχει τίποτα το πένθιμο, η επιλογή της είναι η καταγραφή μιας κανονικότητας (με έναν τρόπο θυμίζει ένα λατινοαμερικάνικο «Sieranevada» του Κρίστι Πουίου). Ξαδελφάκια παίζουν και τσακώνονται, οι αδελφές του Τόνια ανησυχούν για τα χρήματα της θεραπείας (τι το ήθελαν τώρα το πάρτι;) όσο φτιάχνουν την τούρτα του, έφηβοι βαριούνται στους καναπέδες, παππούδες γκρινιάζουν για το θόρυβο. Ενα κανονικό σπίτι, μία κανονική οικογένεια. Αλλά, όχι, κάτι βαρύ ελλοχεύει. Γιατί ο θάνατος ενός νέου ανθρώπου δεν έχει τίποτα το κανονικό. Κι ίσως ακόμα και τα νεύρα, οι τσακωμοί, η απροθυμία, ή το μαύρο χιούμορ, να είναι ένας τρόπος αντίδρασης στο πένθος που έχει σκοτεινιάσει όλα τα δωμάτια της μονακατοικίας.
Η Αβιγιέζ κινηματογραφεί με τράβελινγκ το σπίτι, σαν να θέλει να μάς το συστήσει, σαν να είναι κι αυτό ένας χαρακτήρας. Μα, δεν είναι; Τα σπίτια μας κουβαλούν συσσωρευμένες ζωές, όλων όσων έζησαν στα δωμάτιά του, ανέβηκαν τις σκάλες του, έφαγαν στην κουζίνα του, φόρτωσαν με τόσα (χρήσιμα και άχρηστα)αντικείμενα τα ράφια, τα ντουλάπια, τα συρτάρια του.
Παράλληλα, κινηματογραφεί και τη φύση - τα δέντρα του κήπου, τα σαλιγκάρια, τα πουλιά, τα σκυλιά της οικογένειας. Ολα σφίζουν από ζωή. Εκτός από ένα αδυνατισμένο, ανήμπορο σώμα που προσπαθεί να ντυθεί για να κατέβει στο πάρτι του. Και το βλέμμα ενός μικρού κοριτσιού που, δεν καταλαβαίνει πολλά, αλλά νιώθει τα πάντα. Ισως αν κρατήσει την αναπνοή της και κερδίσει στο παιχνίδι, η ευχή της να βγει: ο μπαμπάς να μην πεθάνει ποτέ.