Eνα αγόρι καταφθάνει στο νέο του γυμνάσιο - ένα οικοτροφείο για κωφά παιδιά στην Ουκρανία. Του συστήνεται όλο το νέο σύστημα: στολές, τάξεις, πειθαρχία, κοιτώνες. Και μία «κλίκα» νταήδων μαθητών με δραστηριότητες που ξεπερνούν τον εκφοβισμό των αδυνάτων παιδιών για τα ρούχα και το χαρτζηλίκι τους και τραμπουκισμούς που σπάνε τα όρια της καζούρας και τα σύνορα του προαυλίου: με προαγωγό έναν διεφθαρμένο καθηγητή (και στήριξη από έναν ιστό διαπλοκής που απλώνεται σε αστυνομία και κράτος), η συμμορία κλέβει, βανδαλίζει, εκβιάζει, ξυλοκοπά, εκδίδει τα κορίτσια του σχολείου σε περαστικούς από την πόλη νταλικέρηδες. Σταδιακά, το αγόρι κερδίζει εξουσία μέσα στη μαθητική συμμορία, ανεβαίνει στην ιεραρχία, ερωτεύεται ένα από τα κορίτσια. Μόνο που η βία που έχεις υποστεί, κάποια στιγμή πρέπει να κάνει τον κύκλο της.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μιροσλάβ Σλαμποσπίτσκι κέρδισε 3 βραβεία στο παράλληλο τμήμα της «Εβδομάδας Κριτικής» φέτος στις Κάννες (καθώς και τα βραβεία πρωτοεμφανιζόμενου δημιουργού στο BFI και τα European Awards, αλλά και το Σκηνοθεσίας στη Θεσσαλονίκη) γιατί είναι ένα γενναίο, τολμηρό, σπάνιο είδος σινεμά. Ενα είδος που δεν περιορίζεται σε μία δυνατή ιστορία ενηλικίωσης σημαδεμένης και αυτοπροσδιοριζόμενης από βία (κάθε παραλληλισμός με την σημερινή πολιτική κατάσταση της Ουκρανίας και το παρακινούμενο από bullies της Δύσης και της Ανατολής αιματοκύλισμά της, δεκτός) αλλά επιλέγει και μία συνεπή, δύσκολη κινηματογραφική φόρμα στην αφήγηση, αποφεύγοντας το εύκολο μελό.
Ο Σλαμποσπίτσκι τοποθετεί τη δράση σ' ένα σχολείο κωφών κι αυτό το εύρημα, δέκα λεπτά μέσα στην ταινία, σου έχει ανατινάξει το μυαλό. Γιατί δεν παρακολουθείς σινεμά του βωβού (παρόλο που ο ίδιος ο σκηνοθέτης δηλώνει ότι αυτό ήθελε να κάνει: ένα πείραμα πάνω στο σύγχρονο βωβό). Ο ήχος υπάρχει: τα διερχόμενα αυτοκίνητα, οι πόρτες που ανοιγοκλείνουν, το κουδούνι, τα απειλητικά βήματα των νταήδων στο πάτωμα. Ούτε βλέπεις μία ταινία χωρίς διάλογο. Τα παιδιά μιλούν, συνεννοούνται, τσακώνονται, απειλούνται, ερωτεύονται, χωρίζουν με τα χέρια τους σε μία γεμάτη ενέργεια νοηματική παντομίμα. Εσύ δεν καταλαβαίνεις. Εσύ είσαι εκτός κλίκας. Εσύ από άλλη «φυλή».
Υπάρχει μία δύναμη στο να παρακολουθείς ένα βίαιο καυγά χωρίς την παραμικρή συνοδεία λεκτικής απειλής. Μία σκηνή σεξ χωρίς έναν ψίθυρο ηδονής. Από την μία αυτό σε παγώνει, από την άλλη νιώθεις ότι κοιτάς την πράξη με άλλη καθαρότητα. Ο Σλαμποσπίτσκι παίρνει την ακόμα πιο γενναία απόφαση να ενισχύσει ακόμα περισσότερο την απόσταση του θεατή από τα δρώμενα: ούτε ένα κοντινό, ούτε μία βοήθεια από ένα εκφραστικό πρόσωπο, ούτε ένα ζεστό, υγρό βλέμμα. Εμπιστεύεται τη δύναμη των steadicam μονοπλάνων του, της μουντής φωτογραφίας του Βαλεντίν Βασιάνοβιτς, τον όγκο των κάδρων του και τη δαιμονισμένη ωμή ενέργεια των ερασιτεχνών ηθοποιών του (όλα τα παιδιά είναι όντως κωφοί μαθητές που βρήκε μέσω αγγελιών στα social media) για να χτίσει με συνέπεια ένα κινηματογραφικό πείραμα που επιτίθεται στις αισθήσεις σου.
«Στην αγάπη και το μίσος δε χρειάζονται υπότιτλοι». Οταν έρθει η στιγμή της βίας που δεν αντέχεται (με δύο σκληρές σκηνές που στις Κάννες το κοινό προειδοποιήθηκε πριν την έναρξη της ταινίας) δεν μπορείς παρά να κρατήσεις τα μάτια ανοιχτά. Δεν μπορείς παρά να κρατήσεις τα αυτιά σου ανοιχτά. Γιατί οι κραυγές είναι ίδιες σε κάθε γλώσσα και σε κάθε φυλή. Γιατί το σινεμά έχει βρει τον τρόπο να σου πει την άβολη, δυσάρεστη αλήθεια μέσα από έναν δικό του εκκωφαντικό διάλογο.
Διαβάστε ακόμη: 10 πράγματα που πρέπει να ξέρετε για το «The Tribe»