Είτε τοποθετεί τις ιστορίες του στις λαϊκές συνοικίες της Νέας Υόρκης, είτε, όπως φαίνεται, αναβιώνει το πνεύμα ενός Βέρνερ Χέρτσογκ στη ζούγκλα του Αμαζονίου, ο Τζέιμς Γκρέι, για καλό ή για κακό, είναι ένας σκηνοθέτης με σταθερή αισθητική, με αγάπη για τις κλασικές τεχνικές του σινεμά (και το φιλμ των 35mm) και με συγκεκριμένες ιδεολογικές και ηθικές αρχές - κι όλα αυτά τα εφαρμόζει και στη νέα του ταινία, παρότι όχι στον πιο πετυχημένο του συνδυασμό.
Ορμώμενος από το βιβλίο του Ντέιβιντ Γκραν, «The Lost City of Z: A Tale of Deadly Obsession in the Amazon», στην ταινία του ο Τζέιμς Γκρέι αφηγείται (αναλυτικά και μάλλον μακρόσυρτα), την ιστορία του Πέρσιβαλ Φόσετ, ενός από τους τελευταίους παραδοσιακούς Βρετανούς εξερευνητές. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Φόσετ είναι στρατιωτικός, παντρεμένος με μια όμορφη γυναίκα (η Σιένα Μίλερ σ' ένα δεύτερο, αλλά με ουσία ρόλο), αλλά ουδέποτε παρασημοφορημένος: η καταγωγή του είναι χαμηλής κοινωνικής στάθμης κι αυτό τον αποκλείει από τον αριστοκρατικό περίγυρό του, προκαλώντας του συναισθήματα οργής και ανταγωνισμού. Ετσι, όταν με την υπόσχεση αναγνώρισης, ο Πέρσι καλείται από τη βρετανική γεωγραφική υπηρεσία να χαρτογραφήσει τα σύνορα Βολιβίας - Βραζιλίας, εκείνος δέχεται, με τίμημα να αποχωριστεί την οικογένειά του για αόριστο διάστημα.
Στο ταξίδι, με σύντροφο έναν μέθυσο τυχοδιώκτη που αποδεικνύεται εξαιρετικά πιστός (ο Ρόμπερτ Πάτινσον, γενειοφόρος και κυρτός, καταφέρνει μια ερμηνεία με προσωπικότητα και ένταση), ο Πέρσι αποφασίζει ν' αφήσει τη χαρτογράφηση και να κυνηγήσει μια μεγάλη ανακάλυψη: μια αρχαία «χαμένη πόλη» που οι θρύλοι τη θέλουν φτιαγμένη από χρυσό, που θ' αποδείξει ότι στην περιοχή του Αμαζονίου υπήρχαν εξελιγμένοι πολιτισμοί πολύ παλαιότερα από τον ευρωπαϊκό και, δη, τον βρετανικό.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Τσάρλι Χάναμ είναι όμορφος, ηγετικός και φωτογενής, όμως η εποχή και ο ήρωας δεν του ταιριάζουν - μιλώντας με βραδύ ρυθμό και στόμφο, θυμίζει περισσότερο τον Νίκο Χατζηνικολάου, παρά έναν τολμηρό, γεμάτο εσωτερική φωτιά, εξερευνητή. Ταυτόχρονα, η ιστορία του Γκρέι κυλά, για λίγο παραπάνω από δυο ώρες, από τη ζωή του Φόσετ πριν την πρώτη του αποστολή, έως και μετά τη συμμετοχή του στον Πρώτο Παγκόσμιο, διανύοντας μια εικοσαετία, θαρρεί κανείς σε πραγματικό χρόνο.
Τα σεναριακά στοιχεία που φέρνουν την ιστορία του Φόσετ στο παρόν είναι εμφανή στην ταινία: μια υπενθύμιση ανθρωπισμού, η ιδέα του ότι δεν πρέπει να υποτιμάμε εκείνο που δεν γνωρίζουμε, η δυνατότητα της δημιουργίας ενός νέου κόσμου που θ' ανατρέψει τη δομή και τα δεδομένα του παλιού. Αυτά, όμως, ο Γκρέι απλώς τα υπαινίσσεται, χωρίς να τα αναπτύσσει, μεταφέροντας τη δική του αποστασιοποίηση και στον θεατή. Το ίδιο και με τον ήρωά του, που, αντί να προκαλεί περιέργεια και ένταση με τα σύνθετα κίνητρά του (ο άνθρωπος που πήγε ν' ανακαλύψει την άλλη πλευρά του κόσμου για να κάνει τους συναδέλφους του να τον αποδεχτούν), παραμένει ψυχρός, χωρίς συναισθηματικά άγκιστρα προς το κοινό.
Από την άλλη πλευρά, οι προσωπικές ανησυχίες που απασχολούν τον Τζέιμς Γκρέι σε όλες του τις ταινίες, από τη «Μικρή Οδησσό» και το «The Yards», ως το «Two Lovers» και το «The Immigrant», διατρέχουν κι αυτήν την ταινία. Οι δυσλειτουργικοί οικογενειακοί δεσμοί, τα συμπλέγματα μεταξύ πατεράδων και γιων, αλλά και μια ηθικοπλαστική αυστηρότητα, που δίνει στις ιστορίες του, αλλά και στην αισθητική του, έναν παλιομοδίτικο συντηρητισμό. Και μαζί η πεποίθηση ότι η ανθρωπότητα έχει χτιστεί πάνω στην ταξική πάλη, άμεσα ή έμμεσα.
Αν κάτι στο φιλμ έχει αληθινό δημιουργικό πλούτο, αυτό είναι η φωτογραφία του Ντάριους Κόντζι, εξίσου ατμοσφαιρική, πυκνή και γόνιμη στη ζούγκλα του Αμαζονίου, όσο και στα λονδρέζικα σαλόνια. Κι εκεί, στις εικόνες της φύσης ή στις επαύλεις, τις εξοχές και τα δημόσια κτίρια, οι αλήθειες του Τζέιμς Γκρέι μοιάζουν ν' ανασαίνουν πολύ πιο δυνατά, απ' όταν γεμίζουν ανθρώπους.