Ο Τζέσι, ένας αγωνιζόμενος καλλιτέχνης, η νεαρή σύζυγός του, Αστριντ, και η κόρη τους, Ζόι, αγοράζουν το σπίτι των ονείρων τους, όταν η αξία του τελευταίου πέφτει κατακόρυφα εξαιτίας της σκοτεινής ιστορίας που κουβαλάει. Οι ζωές όλων αρχίζουν να περιπλέκονται, όταν ο Τζέσι γίνεται φερέφωνο της φωνής του Σατανά και όταν εμφανίζεται ξαφνικά ο Ρέι, ο ανισόρροπος γιος της οικογένειας που έμενε στο σπίτι πριν, απαιτώντας να επιστρέψει εκεί και παθαίνοντας εμμονή με τη Ζόι. Σύντομα, γίνεται ξεκάθαρο πως ο Ρέι και ο Τζέσι επηρεάζονται από τις ίδιες σκοτεινές δυνάμεις, οι οποίες αποτελούν θανάσιμο κίνδυνο για την οικογένεια.
Το 2009, ο Αυστραλός Σον Μπερν έδινε τα διαπιστευτήριά του στο σινεμά τρόμου με το ευρηματικό και απολαυστικά σαδιστικό ντεμπούτο του, «The Loved Ones», μια ανατρεπτική ιστορία εκδίκησης και θανάσιμης ρομαντικής εμμονής που σύστηνε ένα πολλά υποσχόμενο ταλέντο σε ένα κινηματογραφικό είδος που τότε χρειαζόταν πραγματικά μια ένεση αναζωογόνησης. Με το βάρος αυτών των προσδοκιών, ο Μπερν επιστρέφει έξι ολόκληρα χρόνια αργότερα με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του (που μυστηριωδώς «ανοίγει» στις αίθουσες δύο χρόνια μετά τη φεστιβαλική της πρεμιέρα), σε μια εποχή που πλέον ο κινηματογραφικός τρόμος διανύει μια ιδιαίτερα δημιουργική και ανανεωτική περίοδο. Και, ομολογουμένως, δεν έχει πια να προσφέρει και πολλά…
Δεν αρκεί που έχει στη διάθεσή του μια ακόμα πιο προσεγμένη παραγωγή, μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση πίσω από την κάμερα, ηθοποιούς που παίρνουν τους ρόλους τους στα σοβαρά και μια ιστορία που, αν και δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, προσφέρεται για πλείστες νοσηρές παρεκτροπές και συμβολισμούς.
Βαλτωμένος σε καλλιτεχνικές αναθέσεις που μοναδικό στόχο έχουν να του επιτρέψουν να πληρώσει τις δόσεις του δανείου, ο ήρωάς του θα ανακαλύψει ότι διαθέτει περισσότερα κοινά από όσα θα ήθελε με τον παράφρονα πρώην ένοικο του νέου σπιτιού. Παρά τις καλές του προθέσεις, θα ακολουθήσει σχεδόν χωρίς αντίσταση τις αγνώστου προέλευσης σκοτεινές σειρήνες που θα του χαρίσουν μια άνευ προηγουμένου έμπνευση, με τίμημα την ολοένα και πιο ασυγχώρητη παραμέληση της οικογένειάς του, ενώ την ίδια στιγμή ο απρόσκλητος επισκέπτης της γειτονιάς θα συνεχίσει το… θεάρεστο έργο μιας σειράς από κυριολεκτικές θυσίες αθώων.
Δεν είναι, όμως, μονάχα η έλλειψη πρωτοτυπίας και η πλήρης απουσία περαιτέρω πειστικών εξηγήσεων που καταδικάζουν σε μια αξιοπρεπή αποτυχία το «Δέλεαρ του Διαβόλου», παρά τις έκδηλες επιρροές από το μύθο του Φάουστ. Είναι κυρίως η έλλειψη μιας πειστικής απεικόνισης αυτής της υποτιθέμενα σχεδόν ανείπωτης διαβολικής έμπνευσης, των στοιχείων που θα έδιναν χαρακτήρα στην παρουσία του Κακού: Τα καθοδηγούμενα από σκοτεινές δυνάμεις νέα ζωγραφικά έργα του Τζέσι μοιάζουν απλά με δημιουργίες γκοθ φοιτητή καλών τεχνών με σατανιστικές ανησυχίες, εκεί που θα έπρεπε να ξεχειλίζουν από εικόνες αποκρουστικής ομορφιάς, ενώ η ηχητική επένδυση από ενδιαφέρουσες, έστω, μέταλ μελωδίες μοιάζουν να μας γυρίζουν πίσω σε μια εποχή απλοϊκής δαιμονοποίησης συγκεκριμένων μουσικών ειδών.
Ευτυχώς, τουλάχιστον, ο Μπερν δεν παρασύρεται ο ίδιος από τις σειρήνες της βιντεοκλιπίστικης αισθητικής (παρά την προϋπηρεσία του στο χώρο της διαφήμισης) και των φτηνών ξαφνιασμάτων που τόσο αγαπούν να σερβίρουν ξεδιάντροπα πολλοί συνάδελφοί του, προτιμώντας αντί γι’ αυτά την υπαινικτική ένταση και το χτίσιμο μιας απροσδιόριστα δυσοίωνης ατμόσφαιρας.
Εκεί, όμως, που το (αδικαιολόγητα ακυκλοφόρητο στην Ελλάδα) «The Witch» του Ρόμπερτ Εγκερς φάνταζε αφάνταστα μοντέρνο και εύστοχο στη χρήση των διαβολικών του μοτίβων, παρά το περιτύλιγμα της ταινίας εποχής, το «Δέλεαρ του Διαβόλου» μοιάζει προσηλωμένο και εγκλωβισμένο σε μια ελεγχόμενη όσο και στείρα ανάγνωση ενός χιλιοειπωμένου μύθου. Οπου το πιο σατανικό πράγμα παραμένουν μέχρι τέλους οι κοιλιακοί του πρωταγωνιστή Ιθαν Εμπρι.