Στο παρελθόν του μέλλοντός μας, το 2055, η τεχνητή νοημοσύνη έχει προκαλέσει, με μια έκρηξη, την καταστροφή της δυτικής ακτής της Αμερικής. Από εκείνη τη στιγμή, η Αμερική κηρύσσει τον πόλεμο στην AI, καταδιώκοντας την αλά «Elysium» ιπτάμενη κεντρική μονάδα της, τη Νόμαντ, τους στρατιώτες της που είναι μποτ με κεφάλια που θυμίζουν παλιές συσκευές βίντεο, και τ@ απροσδιόριστ@ «δημιουργα» της που ονομάζεται Νιρμάτα. Η καταδίωξη γίνεται στην πηγή του Κακού, στο... Βιετνάμ, μια και εκεί όπου ταλαίπωροι, φτωχοί κάτοικοι της Νοτιοανατολικής Ασίας, ενώ δουλεύουν με τα καπέλα τους στους ορυζώνες, αποτελούν, ξανά, τον εχθρό.
Γι' αυτόν τον πόλεμο, ο στρατιώτης Τζόσουα (ο πάντα σέξι και πάντα μονοδιάστατος Τζον Ντέιβιντ Γουόσινγκτον), έχει δώσει κυριολεκτικά ένα χέρι κι ένα πόδι - κι έχει χάσει, μυστηριωδώς, και τη γυναίκα του, Μάγια (την πάντα σέξι και πάντα μονοδιάστατη Τζέμα Τσαν), μαζί και την εμπιστοσύνη στο σύμπαν. Τώρα, το 2065, ο Τζόσουα καλείται να βρει τον πυρήνα της AI στο Βιετνάμ - με κίνητρο ότι εκεί εθεάθη και η Μάγια. Το οδοιπορικό, εν μέσω ορυζώνων, χωριών βομβαρδισμένων από ναπάλμ (λες έναν αιώνα νωρίτερα) και οπλοφόρων ρομπότ που εύκολα είτε σκοτώνονται είτε μπαίνουν στο «off», θα τον οδηγήσει στο σταυροδρόμι του «Πλατούν» με... τον «Μικρό Βούδα», μια και το υπέρτατο AI όπλο δεν είναι άλλο από ένα μικροσκοπικό, συγκινητικής, ακόμα, αθωότητας και γλύκας, κοριτσάκι-μποτ, την Αλφι, που όταν σμίγει τα χεράκια της σε μορφή βουδιστικής προσευχής, μπορεί να ελέγχει την ενέργεια και να καταστρέψει τον κόσμο.
Βγαλμένος από τον κόσμο των VFX, ο Γκάρεθ Εντουαρντς, του εντυπωσιακού ντεμπούτου «Monsters», του «Γκοτζίλα» αλλά και πρόσφατα του «Rogue One», συνεργάζεται με τον Κρις Γουάιτς, σεναριογράφο μεταξύ άλλων του «About a Boy» και άλλων εγγυημένων συγκινησιακών καταρρακτών, για μια ταινία που, θεωρητικά, θα σχολιάσει το φλέγον ζήτημα της ενδεχόμενης επικινδυνότητας της τεχνητής νοημοσύνης, καμουφλαρισμένο ως μια φανταστική περιπέτεια απρόσμενων οικογενειακών δεσμών. Το αποτέλεσμα, από τη μια πλευρά, την αισθητική, είναι εντυπωσιακότατο, με τον Εντουαρντς ν' αξιοποιεί πραγματικά γυρίσματα στην Ασία και ηθοποιούς για κάθε ρόλο, ακόμα και των εκατοντάδων μποτ, που, στη συνέχεια, επεξεργάστηκε η ILM, δίνοντάς τους μηχανικά μέλη, ηλεκτρονικά κεφάλια ή μεταποκαλυπτική αύρα.
Από την άλλη, ωστόσο, τη σεναριακή και, ακόμα χειρότερα, την ιδεολογική, η ταινία είναι όχι μόνο προβλέψιμη, μπανάλ, μια φωνή που, κουνώντας το δάχτυλο θα μας θυμίσει ότι Κακή δεν είναι η ΑΙ, αλλά ο άνθρωπος που τη χρησιμοποιεί, big whoop, αλλά και, τελικά, προσβλητική, ως προς τα εθνικά στερεότυπα, το επεκτατικό αμερικανικό παρελθόν (σίγουρα και παρόν και μέλλον), τη δυτικότροπη υπεροψία και, τελικά, την αληθινή και όχι τεχνητή, νοημοσύνη του θεατή.