To «Χρώμα του Ροδιού» που έχει δει ο σύγχρονος θεατής δεν είναι η ταινία που είχε ολοκληρώσει ο Σεργκέι Παρατζάνοφ το 1969, μια βιογραφία του ποιητή, μουσικού και τροβαδούρου Σαγιάτ Νοβά - και την ίδια στιγμή, εξόφαλθμα και ουδόλως κεκαλυμμένα, μια αλληγορική αυτό-βιογραφία του ίδιου του δημιουργού της.

Εκείνη την ταινία δεν την είδε κανείς, αφού το σοβιετικό καθεστώς που επιθυμούσε να συνεργαστεί με τον σκηνοθέτη μετά από την επιτυχία του «Στις Σκιές των Ξεχασμένων Προγόνων» δεν ενέκρινε το «συμβολισμό». Απαίτησε να αφαιρεθεί οποιαδήποτε αναφορά στο όνομα του διάσημου ποιητή (εξ ου και ο αρχικός τίτλος «Σαγιάτ Νοβά» έγινε «Το Χρώμα του Ροδιού»), προστέθηκαν κεφάλαια χωρίς την έγκριση του Παρατζάνοφ και η ταινία μονταρίστηκε περισσότερες από μια φορές για τις διαδοχικές εξόδους της, σε Αρμενία και Σοβιετική Eνωση, φτάνοντας μια διάρκεια που κυμαίνεται σήμερα ανάμεσα στα 74 και τα 77 λεπτά, ακόμη και μετά την βραβευμένη αποκατάσταση που επιμελήθηκε ο ίδιος ο Μάρτιν Σκορσέζε.

Ο μύθος της ταινίας γιγαντώθηκε τα επόμενα χρόνια από την κυκλοφορίας της, όχι μόνο λόγω των πειρατικών κοπιών που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι αλλά και των διαρκών προβλημάτων που είχε ο Παρατζάνοφ με το καθεστώς, εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του και των πολιτικών του πεποιθήσεων - θα φυλακιζόταν για πολλοστή φορά από το 1973 μέχρι το 1977 με ψευδείς κατηγορίες βιασμού και δωροδοκίας. Η ταινία που έφτασε στη Δύση επίσημα πολύ αργότερα έγινε με κάποιο τρόπο ένα σύμβολο για την ίδια την απελευθέρωση του «καλλιτέχνη», ένα opus για το μαρτύριο - με το οποιό ειρωνικά ξεκινά η αφηγήσή της - που οδηγεί στη κάθαρση, σε μια τέλεια διαδρομή αρχαίας τραγωδίας γραμμένης, εδώ, όπως ποτέ άλλοτε, με την σοφία της λαϊκής τέχνης.

Οπως κάθε μεγάλη ταινία, όμως, ο μύθος της, όσο κι αν διογκώθηκε μέσα στα χρόνια, δεν ξεπέρασε ποτέ το ίδιο το μεγαλείο της που, φυσικά, δεν κρύβεται σε καμία εξωγενή ιστορία, καμία λογοκρισία και καμία διαχρονική αναφορά στην ίδια την ζωή και το έργο του Σεργκέι Παρατζάνοφ. Αποτελούμενο από βινιέτες που χαρτογραφούν τη ζωή ενός καλλιτέχνη, το «Χρώμα του Ροδιού» είναι η μεγάλη συνάντηση της αρμένικης παράδοσης, του σινεμά του Αντρέι Ταρκόφσκι (που ο Παρατζάνοφ θεωρούσε μέντορα του, αν και ο Ταρκόφσκι ήταν πολύ μικρότερος στην ηλικία), των γεωργιανών θρύλων, του Λουίς Μπουνιουέλ και του underground μοντερνισμού του Κένεθ Ανγκερ και του Ντέρεκ Τζάρμαν.

To «Χρώμα του Ροδιού» είναι ένα (κυριολεκτικά) παλίμψηστο που στις στρώσεις του χωράει από τις περσικές μινιατούρες μέχρι το gay liberation και από τα βάθη της ποιητικής των Αρμενίων μέχρι την queer μέτα καινοτομία μιας γυναίκας που υποδύεται έναν άντρα - εδώ σε μια αρχέτυπη ανάγκη να διαγραφεί κάθε τι κοινωνικό και από όλα τα «θαύματα» του κόσμου να επιζήσει μόνο η Τέχνη. Η ομορφιά των εικόνων της ταινίας κρύβουν μέσα τους αρκετή και ακατέργαστη βία, τόνους αίματος και κραυγές ανθρώπων και ζώων που συνθέτουν σαν νέα ποιήματα από την αρχή καθώς και από την ποίηση του Σαγιάτ Νοβά περισσότερο βλέπουμε παρά ακούμε, θραύμσατα λέξεων συναρμολογούν τις φράσεις καθώς ο κύκλος της ζωής ξεκινάει και τελειώνει.

O Παρατζάνοφ παραληρεί, την ίδια στιγμή που η καλλιτεχνία της σύνθεσης που επιχειρεί αγγίζει την τελειότητα, ξαναφτιάχνει το χάρτη της Σοβιετικής Ένωσης, ανεξαρτητοποιώντας πρόωρα ή και προφητικά τη Γεωργία, το Αζερμπαιτζάν και την Αρμενία, χορεύει, τραγουδάει, ηδονίζεται, πεθαίνει και ξαναζεί σαν ολόκληρο το φιλμ να είναι από μόνο του μια διακήρυξη απονενοημένης αγάπης για κάτι που δεν υπάρχει, για κάτι που μοιάζει να έχει χαθεί, για κάτι που προφητικά λίγα χρόνια αργότερα θα μπορέσει να γίνει κομμάτι ενός ελεύθερου κόσμου. Η εικονογραφία είναι ταυτόχρονα εθνογραφική και υπαρξιακή, αιρετική και βιβλική, εκστατική και εσωτερική, θυμίζει τελετουργία και γιορτή των αισθήσεων και των παραισθήσεων που δεν ξέρεις αν σε παρασέρνει ή σε υπνωτίζει, είναι τελικά μια εμπειρία που ζεις κάθε φορά που βλέπεις την ταινία με διαφορετικό τρόπο.

«Ποιος πήγε και σκόρπισε τόση θλίψη πάνω στη γέρικη, φθαρμένη Γη;», αναρωτιέται σε μια από τις επιγραφές της ταινίας ο Σαγιάτ Νοβά - Αντρέι Παρατζάνοφ. Η απάντηση βρίσκεται σε κάθε πλάνο του «Χρώματος του Ροδιού» - ακόμη και σε αυτά που μοιάζουν πιο χειροποίητα από όσο επιτρέπουν οι εποχές και πιο camp, πρωτίστως με την λαογραφική έννοια του όρου. Ελπίδα, φως, αναγέννηση, όλα ανεξίτηλα όπως βάφει το χρώμα του ροδιού πάνω σε ένα λευκό ρούχο σαν να είναι αίμα. Της γέννησης, του θανάτου, της αγάπης και της Τέχνης.